Τι σημαίνει το bordô στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bordô στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bordô στο πορτογαλικά.

Η λέξη bordô στο πορτογαλικά σημαίνει σφένδαμος, maroon, σφένδαμος, σφενδάμι, σφένδαμος, χείλος, σε χρώμα maroon, σε maroon, πλήρωμα, αεροσυνοδός, αρχιφροντιστής, αεροσυνοδός, αρχιφροντιστής, φύλλο καταγραφής, στο πλοίο, πάνω, επάνω, απάνω, επιβιβαστείτε αμέσως, υπάλληλος, ελεύθερο επί του πλοίου, ναύτης στο ίδιο πλοίο, super cargo, αεροσυνοδός, ημερολόγιο πλοίου, φύλλο σφενδάμου, ζάχαρη σφενδάμου, κελεμπέκι με κατσαρά νερά, έξαλα, κατά τη διάρκεια της πτήσης, σε, φύλλο σφενδάμου, χείλος προσβολής, σε, ορτσάρω, μαζί με, ημερολόγιο, με γεύση σφενδάμου, με γεύση σφενδάμι, παραγωγή ζάχαρης από σφένδαμο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bordô

σφένδαμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Laura extraiu o açúcar da seiva do bordo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είδαμε πολλούς σφενδάμους όταν ταξιδέψαμε στον Καναδά.

maroon

(cor) (κατά λέξη: μόδα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tom foi à loja para comprar mais bordô para finalizar a pintura da parede.
Ο Τομ πήγε στο κατάστημα για να αγοράσει ακόμη λίγο βυσσινί για να τελειώσει το βάψιμο του τοίχου.

σφένδαμος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σφενδάμι

substantivo masculino (botânica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σφένδαμος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A escrivaninha foi feita de bordo.
Το γραφείο ήταν φτιαγμένο από σφένδαμο.

χείλος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σε χρώμα maroon, σε maroon

(cor) (κατά λέξη: μόδα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A avó do Sérgio sempre dava um suéter grená para ele no Natal.
Η γιαγιά του Σων πάντα του χάριζε ένα μπορντό πουλόβερ για τα Χριστούγεννα.

πλήρωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Judith quer que eu faça parte da tripulação quando ela velejar para a Nova Zelândia.
Η Τζούντιθ θέλει να γίνω μέλος του πληρώματος όταν σαλπάρει για Νέα Ζηλανδία.

αεροσυνοδός

(desusado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρχιφροντιστής

(Naut: oficial encarregado do serviço de passageiros)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αεροσυνοδός

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κατά τη διάρκεια της πτήσης, η αεροσυνοδός σέρβιρε ποτά στους επιβάτες.

αρχιφροντιστής

(avião)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φύλλο καταγραφής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Por favor, use o registro para anotar qualquer mudança no processo.
Παρακαλώ να χρησιμοποιείτε το φύλλο καταγραφής για να σημειώνετε τις όποιες αλλαγές στη διαδικασία.

στο πλοίο

locução adjetiva (τοπικός προσδιορισμός)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πάνω, επάνω, απάνω

locução adverbial (de um barco ou veículo) (σε όχημα, στο όχημα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

επιβιβαστείτε αμέσως

interjeição

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
«Επιβιβαστείτε αμέσως!», φώναξε ο καπετάνιος, και μετά αναχώρησε το πλοίο.

υπάλληλος

(σε τρένο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O comissário de bordo estava servindo almoço no vagão restaurante do trem.
Ο υπάλληλος σέρβιρε το μεσημεριανό στην τραπεζαρία του τραίνου.

ελεύθερο επί του πλοίου

expressão (transportadoras) (διακίνηση αγαθών)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ναύτης στο ίδιο πλοίο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

super cargo

substantivo masculino (encarregado das vendas das cargas) (ζαργκόν: ναυτική)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αεροσυνοδός

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
O comissário de bordo demonstrou como usar as máscaras de oxigênio.
Ο αεροσυνοδός έδειξε πώς γίνεται χρήση της μάσκας οξυγόνου.

ημερολόγιο πλοίου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φύλλο σφενδάμου

(bot.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζάχαρη σφενδάμου

(açúcar obtido da cristalização da seiva do bordo)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κελεμπέκι με κατσαρά νερά

(madeira)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έξαλα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κατά τη διάρκεια της πτήσης

locução adjetiva (que acontece dentro duma aeronave)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε

locução adverbial

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Gostei muito da comida a bordo do cruzeiro.
Μου αρέσει πολύ το φαγητό στο κρουαζιερόπλοιο.

φύλλο σφενδάμου

(símbolo do Canadá)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χείλος προσβολής

(αεροναυπηγική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Μετά την απογείωση, το τζετ έχασε τμήμα μήκους 2,4 μέτρων από το χείλος πρόσβασης του ουραίου πτερυγίου.

σε

locução prepositiva

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

ορτσάρω

expressão verbal (náutica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O iate virou de bordo.
Το ιστιοφόρο ορτσάρισε.

μαζί με

locução adjetiva (figurado, participando)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Com você a bordo, podemos fazer deste projeto um grande sucesso!
Με τη συμμετοχή σου, θα κάνουμε αυτό το πρότζεκτ μεγάλη επιτυχία!

ημερολόγιο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A piloto registrou o voo no diário de bordo dela.
Η πιλότος κατέγραψε την πτήση στο ημερολόγιο.

με γεύση σφενδάμου, με γεύση σφενδάμι

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gina comprou uns doces de bordo na loja.
Η Τζεν αγόρασε λίγα γλυκά με γεύση σφενδάμου στο μαγαζί.

παραγωγή ζάχαρης από σφένδαμο

(da seiva doce do bordo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Produção de açúcar de bordo começa com a seiva da árvore.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bordô στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.