Τι σημαίνει το bled στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bled στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bled στο Αγγλικά.
Η λέξη bled στο Αγγλικά σημαίνει αιμορραγώ, αιμορραγώ, ξεβάφω, κάνω αφαίμαξη, κάνω εξαέρωση, βγαίνω από το περιθώριο, αιμορραγία, δίνω το αίμα μου, τρέχω, επηρεάζω, χάνω, βγάζω, αποσπώ, αφαιρώ υγρό, απομακρύνω, εξάγω, ξάκρισμα, αφήνω κπ ταπί, αφήνω κπ πανί με πανί, πεθαίνω από αιμορραγία, πεθαίνω από ακατάσχετη αιμορραγία, ρινορραγία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bled
αιμορραγώintransitive verb (person, animal: lose blood) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lance fell down and now he is bleeding. Ο Λανς έπεσε κάτω και τώρα αιμορραγεί. |
αιμορραγώintransitive verb (injury: lose blood) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My thumb is bleeding; I must have accidentally cut myself. Ο αντίχειράς μου αιμορραγεί. Πρέπει να κόπηκα κατά λάθος. |
ξεβάφωintransitive verb (figurative (colour: fade, leach out) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The red socks bled in the wash! Οι κόκκινες κάλτσες έβγαλαν χρώμα στην πλύση! |
κάνω αφαίμαξηtransitive verb (historical (doctor: draw blood) (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Physicians used to believe that bleeding a patient could cure an infection. Οι γιατροί παλιά πίστευαν πως το να κάνεις αφαίμαξη σε έναν ασθενή θα μπορούσε να γιατρέψει μια μόλυνση. |
κάνω εξαέρωσηtransitive verb (radiator, brake: remove air, fluid) (αέρας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It's nice and warm in here since I bled the radiators. |
βγαίνω από το περιθώριοintransitive verb (figurative (printing: extend over edge) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The text bled onto the next page. Το κείμενο βγήκε από το περιθώριο φτάνοντας στην επόμενη σελίδα. |
αιμορραγίαnoun (instance of bleeding) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She died after suffering a bleed on the brain. Πέθανε από αιμορραγία στον εγκέφαλο. |
δίνω το αίμα μουintransitive verb (poetic (die, be injured for a cause) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Thousands of men bled for their country during the war. |
τρέχωintransitive verb (figurative (paint, etc.: run) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If you use too much paint on the brush, it may bleed. |
επηρεάζω(figurative (start to affect [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When you work from home, it is easy to let work bleed into your family time. |
χάνω, βγάζωtransitive verb (plants: seep sap, etc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποσπώtransitive verb (informal, disapproving (acquire money or goods) (κάτι από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The criminals bled thousands of dollars from unsuspecting elderly people. |
αφαιρώ υγρόtransitive verb (draw substance from [sth]) (από κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The mechanic bled the brake lines. |
απομακρύνω, εξάγωphrasal verb, transitive, inseparable (draw or extract) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξάκρισμαnoun (printing: outside margin) (τυπογραφία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In order to make the cover full color, edge to edge, we need to make a bleed area of 3 picas. |
αφήνω κπ ταπί, αφήνω κπ πανί με πανί(figurative (spend all [sb]'s money) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Between them, my six kids have bled me dry! |
πεθαίνω από αιμορραγία, πεθαίνω από ακατάσχετη αιμορραγίαverbal expression (die of blood loss) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρινορραγίαnoun (bleeding from the nose) (επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The driver had a nosebleed after hitting his face on the steering wheel in the accident. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bled στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του bled
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.