Τι σημαίνει το binding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης binding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του binding στο Αγγλικά.

Η λέξη binding στο Αγγλικά σημαίνει βιβλιοδεσία, ρέλι, βιβλιοδεσία, δεσμά, δεσμευτικός, περιοριστικός, δένω, δένω, δένω, δένω, δεσμεύω, δύσκολη θέση, δύσκολη κατάσταση, δεσμά, συνδέομαι, ενοποιούμαι, παραπονιέμαι, μουρμουράω, μουρμουρίζω, γκρινιάζω, ενώνομαι, δένω, πιάνω, κλείνω, κρατάω κπ δεμένο, δεσμεύω, καθορίζω, κυβερνώ, διέπω, φτιάχνω τελείωμα, παίρνω κπ ως μαθητευόμενο, δεσμευτική συμφωνία, δεσμευτική διαιτησία, σύνδεση δεδομένων, φάσκιωμα ποδιών, δέσιμο ποδιών, νομικά δεσμευτικός, βιβλιοδεσία βιβλιοθήκης, μη δεσμευτικός, μη δεσμευτική συμφωνία, βιβλιοδεσία, βιβλιοδεσία με χρήση σπιράλ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης binding

βιβλιοδεσία

noun (binding of a book)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The binding of this old book is falling apart.
Το δέσιμο αυτού του παλιού βιβλίου διαλύεται.

ρέλι

noun (sewing: [sth] used to bind hems, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are many stitches to choose from to create a neat binding for a hem.

βιβλιοδεσία

noun (uncountable (craft: binding books)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rachel studied binding in college, but she never has an opportunity to use her skills.
Η Ρέιτσελ σπούδασε βιβλιοδεσία στη σχολή αλλά δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να αξιοποιήσει τις ικανότητές της.

δεσμά

plural noun (ties, restraints)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He escaped his bindings and ran from his captor.
Ξέφυγε από τα δεσμά και έτρεξε μακριά από αυτόν που τον αιχμαλώτισε.

δεσμευτικός

adjective (figurative (obligatory)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Before you sign a binding contract, make sure you read it carefully.
Προτού υπογράψεις ένα δεσμευτικό συμβόλαιο, βεβαιώσου ότι το διάβασες προσεκτικά.

περιοριστικός

adjective (tight, restrictive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
To aid blood circulation, avoid wearing binding clothing such as tights or long socks.

δένω

transitive verb (tie, fasten securely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Workers bind the logs together before they are transported to the factory.

δένω

transitive verb (wrap, strap up tightly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Colleen binds her ankles for stability.
Η Κολίν δένει τους αστραγάλους της για να έχει σταθερότητα.

δένω

transitive verb (tie up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The outlaw bound and gagged the woman.
Ο εγκληματίας έδεσε και φίμωσε τη γυναίκα.

δένω

transitive verb (provide a binding for a book, etc.) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arthur knows how to bind books; perhaps he can repair the cover on that one.
Ο Άρθουρ ξέρει να δένει βιβλία κι ίσως μπορεί να επιδιορθώσει το εξώφυλλο αυτού του βιβλίου.

δεσμεύω

transitive verb (force legally)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The contract binds the signer to the above stipulations.
Το συμβόλαιο δεσμεύει τον υπογράφοντα να τηρήσει τις παραπάνω προϋποθέσεις.

δύσκολη θέση, δύσκολη κατάσταση

noun (figurative, informal (difficult situation)

That's a major bind Jeff's gotten himself into.

δεσμά

plural noun ([sth] that binds)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The heroine of the novel struggles to escape the binds of her low social class.

συνδέομαι

intransitive verb (biology: attach)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
These molecules bind with proteins to make glycoproteins.

ενοποιούμαι

intransitive verb (become compact, cohere)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mix the butter and flour well so that they bind.

παραπονιέμαι, μουρμουράω, μουρμουρίζω, γκρινιάζω

intransitive verb (slang (complain)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ενώνομαι

(stick to) (με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In this recipe, the eggs bind to the flour.

δένω, πιάνω

transitive verb (secure with band)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gymnasts with long hair usually bind it before competitions.

κλείνω

transitive verb (finalize or seal an agreement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The couple bound their marriage by exchanging rings.

κρατάω κπ δεμένο

transitive verb (constrain by loyalty or obligation) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His close-knit network of friends and colleagues bind Tom to the university.

δεσμεύω, καθορίζω, κυβερνώ, διέπω

transitive verb (govern)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The contract binds Isabel's activities under the agency for a period of 5 years.

φτιάχνω τελείωμα

transitive verb (sewing: create border for garment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The traditional method of sewing in this village involves binding garments in a decorative way.

παίρνω κπ ως μαθητευόμενο

transitive verb (employ as apprentice)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεσμευτική συμφωνία

noun (legal or official contract)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sign your name on the line, and we'll have a binding agreement.

δεσμευτική διαιτησία

noun (dispute resolution)

The case did not go to trial; it was settled by binding arbitration.

σύνδεση δεδομένων

noun (computing: data link)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φάσκιωμα ποδιών, δέσιμο ποδιών

noun (Chinese foot-wrapping) (Κίνα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νομικά δεσμευτικός

adjective (made compulsory by contract)

βιβλιοδεσία βιβλιοθήκης

noun (method of covering and stitching books) (για χρήση σε βιβλιοθήκη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Library binding produces stronger books for long-term use than regular commercial binding does.

μη δεσμευτικός

adjective (not compulsory by law)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I asked for a nonbinding bid from our contractor.

μη δεσμευτική συμφωνία

noun (contract: cannot be enforced)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βιβλιοδεσία

noun (bookbinding: glued spine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βιβλιοδεσία με χρήση σπιράλ

noun (book binding: coil of wire)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του binding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του binding

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.