Τι σημαίνει το bell στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bell στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bell στο Αγγλικά.

Η λέξη bell στο Αγγλικά σημαίνει κουδούνι, καμπάνα, κουδούνι, κουδουνάκι, κουδουνάκια, καμπανάκια, κουδούνι, τηλέφωνο, τηλεφώνημα, καμπανάκι, κώδωνας κινδύνου, συναγερμός, ο κώδωνας του κινδύνου, κωδωνοειδής καμπύλη, παπάς, χαϊβάνι, κουτορνίθι, γυάλινο κάλυμμα, πιπεριά, πιπεριά, καμπανοκρούστης, καμπαναριό, παντελόνι καμπάνα, καμπάνα, καμπάνα, καμπάνα, παράλυση Bell, γκρουμ, καμπανάκι δείπνου, καταδυτικός κώδωνας, βαράκι, χτυπάω τηλέφωνο σε κπ, κουδουνάκι, καμπανάκι έλκηθρου, κάτι μου θυμίζει, χτυπώ το κουδούνι, γλυτώνω στο παρά τρίχα, κουδούνι, που χαίρει άκρας υγείας, σε άψογη κατάσταση, καμπάνα του εσπερινού, συναγερμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bell

κουδούνι

noun (small: for ringing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The lady of the house rang a bell to summon her servant.
Η κυρία του σπιτιού χτύπησε ένα κουδούνι για να καλέσει τον υπηρέτη της.

καμπάνα

noun (large: rung in tower)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Father Brown is going to let Alistair ring the bell next Sunday before church.
Ο Πατέρας Μπράουν θα αφήσει τον Άλιστερ να χτυπήσει την καμπάνα την επόμενη Κυριακή πριν την εκκλησία.

κουδούνι

noun (signal: start, end of class) (σχολείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The students jumped out of their seats at the sound of the bell.
Οι μαθητές πήδηξαν από τις θέσεις τους στον ήχο του κουδουνιού.

κουδουνάκι

noun (small: on collar, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Our cat has a bell on her a collar so that birds can hear her approaching.
Η γάτα μας έχει ένα κουδουνάκι στο περιλαίμιό της, ώστε τα πουλιά να την ακούν αν τα πλησιάζει.

κουδουνάκια, καμπανάκια

plural noun (musical instrument)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Tania thought it was humiliating to play the bells in the marching band.
Η Τάνια πίστευε ότι ήταν εξευτελιστικό να παίζει τα καμπανάκια στην μπάντα που έκανε παρέλαση.

κουδούνι

noun (doorbell)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When you arrive, please ring the bell.

τηλέφωνο, τηλεφώνημα

noun (UK, slang (phone call)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've just had a bell from your dad; he wants you to call him back right away.

καμπανάκι

noun (ship's bell signal) (σε πλοίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κώδωνας κινδύνου, συναγερμός

noun (bell sounding an alert)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ο κώδωνας του κινδύνου

noun (figurative (warning, caution) (μεταφορικά: κρούω)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
George's late arrival for our first date should have set off alarm bells that he's not a punctual person.

κωδωνοειδής καμπύλη

(bell-shaped curve)

παπάς

noun (UK, vulgar, slang (head of the penis) (χυδαίο: κεφαλή πέους)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χαϊβάνι, κουτορνίθι

noun (UK, vulgar, figurative, slang (idiot, stupid person) (αργκό: βλάκας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γυάλινο κάλυμμα

(protective glass)

πιπεριά

noun (vegetable: mild pepper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bell peppers are often used in a salad.
Συχνά χρησιμοποιούνται πιπεριές στις σαλάτες.

πιπεριά

noun (plant: bears peppers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I planted tomatoes, hot peppers, and bell peppers in my garden last year.
Πέρυσι φύτεψα στον κήπο μου ντομάτες, καυτερές πιπεριές και πιπεριές.

καμπανοκρούστης

noun (campanologist: [sb] who rings bells)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καμπαναριό

noun (structure housing a bell)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There were bats living in the church bell tower.
Στο καμπαναριό της εκκλησίας ζούσαν νυκτερίδες.

παντελόνι καμπάνα

plural noun (clothing: flared pants)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καμπάνα

adjective (clothing: having flared legs) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

καμπάνα

adjective (pants: bell-bottom, flared) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

καμπάνα

adjective (flared at bottom)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

παράλυση Bell

noun (facial paralysis)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γκρουμ

noun (US (young male porter at a hotel)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Did you remember to tip the bellboy for bringing your luggage up to your room?

καμπανάκι δείπνου

noun (signal: dinnertime)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The maid rang the dinner bell to summon the guests to the dining room.
Η υπηρέτρια χτύπησε το καμπανάκι του δείπνου, προκειμένου οι προσκεκλημένοι να συγκεντρωθούν στην τραπεζαρία.

καταδυτικός κώδωνας

noun (submersible chamber)

βαράκι

noun (gym weight) (γυμναστική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Doing presses with dumbbells is a great way to strengthen the muscles in your shoulders and upper back.

χτυπάω τηλέφωνο σε κπ

verbal expression (UK, slang (phone [sb]) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Give me a bell when you need picking up from the station.

κουδουνάκι

noun (small bell worn by folk dancers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καμπανάκι έλκηθρου

noun (sleigh bell)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάτι μου θυμίζει

verbal expression (figurative, informal (sound familiar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm not sure if I know him or not - the name certainly rings a bell.

χτυπώ το κουδούνι

verbal expression (sound the doorbell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When you ring the bell someone comes to open the door.

γλυτώνω στο παρά τρίχα

adjective (figurative, informal (rescued at the last minute) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κουδούνι

noun (signal: start or end of class) (σχολείου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When the 8:00 school bell rings, students should be seated at their desks.

που χαίρει άκρας υγείας

adjective (informal (person: healthy, unharmed) (πρόσωπο)

σε άψογη κατάσταση

adjective (informal (thing: in perfect condition) (πράγμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καμπάνα του εσπερινού

noun (bell rung at evening)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συναγερμός

noun (alarm)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
If anyone comes, ring the warning bell.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bell στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bell

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.