Τι σημαίνει το bastante στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bastante στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bastante στο ισπανικά.
Η λέξη bastante στο ισπανικά σημαίνει αρκετά, αρκετός, αρκετά, αρκετά, μάλλον, σχετικά, για αρκετή ώρα, κάπως, αρκετός, αρκετός, αρκετά, αρκετά, αρκετά, -ούτσικος, -ούλικος, -ουλός, αρκετός, πολύς καιρός, αρκετός, πολύ, ιδιαίτερα, αρκετά, παίρνω τη δόση μου, αρκετά, αρκετά, αρκετά καλός, αρκετά καλός, δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικα, αρκετά δύσκολος, αρκετά κοντινός, καλούτσικος, εύλογου μεγέθους, αρκετά καινούριος, μεγαλούτσικος, αρκετά συχνά, αρκετά καλά, αρκετά καλά, αρκετά μακριά, αρκετά καλά, αρκετά καλά, σχετικά νέος, σχετικά μικρός, Είναι αρκετή απόσταση, σχεδόν το ίδιο, πολύ όμοιο, πολύ περισσότερος, ταξιδεύω, αρκετά κοντά έτσι ώστε, αρκετά συχνά, αρκετά καλά, αρκετά καλά, αρκετά καλά, είχα επάρκεια, είχα αρκετά, αρκετά σθεναρός, στιβαρός, στέρεος, σχετικά ακριβής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bastante
αρκετάadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Es bastante interesante, pero aun así no quiero comprarlo. Είναι αρκετά ενδιαφέρον, αλλά και πάλι δε θέλω να το αγοράσω. |
αρκετός(ποσότητα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¿Tenemos suficiente dinero para pagar esta comida? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο μισθός μου δεν είναι επαρκής για να πάω διακοπές. |
αρκετά
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Ruego para que tengamos lo suficiente para subsistir. Προσεύχομαι να έχουμε πάντα αρκετά για να ζούμε. |
αρκετά, μάλλον, σχετικάadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Se sentía bastante afectado por las imágenes de la guerra. Me molesta bastante tu actitud. Έχω ενοχληθεί κομματάκι με τη συμπεριφορά σου. |
για αρκετή ώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Estuve corriendo bastante últimamente. |
κάπωςexpresión (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αρκετόςadverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quedó bastante arroz en la olla por si alguno quiere repetir. Έχει μείνει αρκετό ρύζι στην κατσαρόλα και μπορείς ελεύθερα να φας κι άλλο. |
αρκετόςadverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tiene 85 años, debe haberse retirado hace bastante tiempo. |
αρκετάadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αρκετάadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La pasta estaba bastante rica, pero no tan buena como esperaba. Η μακαρονάδα ήταν αρκετά καλή, αλλά όχι όσο καλή περίμενα. |
αρκετά(για ποσότητα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "¿Cuánto arroz crees que necesito cocinar?" "Necesitarás bastante para seis personas." |
-ούτσικος, -ούλικος, -ουλός(έως ένα βαθμό) Por ejemplo: bastante alto. Για παράδειγμα: ψηλούτσικος |
αρκετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hay bastante comida para todos. Το φαγητό είναι μπόλικο και φτάνει για όλους. |
πολύς καιρός
Ha pasado bastante desde la última vez que jugué al golf. |
αρκετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El excursionista se aseguró de llevar las provisiones suficientes para su viaje de dos días. Η πεζοπόρος σιγουρεύτηκε ότι είχε αρκετό φαγητό και νερό για την διήμερη πεζοπορία της. |
πολύ, ιδιαίτερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Este restaurante es muy bueno. Αυτό το εστιατόριο είναι πολύ (or: ιδιαίτερα) καλό. Θα το προτείνω στον αδερφό μου. |
αρκετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La casa estaba razonablemente en buen estado teniendo en cuenta que acababa de pasar un tornado. |
παίρνω τη δόση μου(μεταφορικά, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Conversó suficientemente por hoy y se fue a casa. |
αρκετά(coloquial) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Es más bien caro, pero igual voy a comprarlo. Είναι αρκετά ακριβό, αλλά παρόλα αυτά θα το αγοράσω. |
αρκετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La casa estaba más o menos bien hecha y no colapsó con la tormenta. Το σπίτι ήταν φτιαγμένο αρκετά καλά και δεν κατέρρευσε όταν χτύπησε η καταιγίδα. |
αρκετά καλόςlocución adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Su inglés no es perfecto todavía, pero es bastante bueno. |
αρκετά καλός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No obtuve las mejores notas en el examen, pero mis resultados estuvieron bastante bien. |
δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικαlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pensé que iba a odiar mi nuevo trabajo, pero está bastante bien. Νόμιζα πως θα μισήσω την καινούργια μου δουλειά αλλά δεν είναι κι άσχημα. |
αρκετά δύσκολος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¡Vaya! Este examen ha sido muy difícil. Όπα, το τεστ ήταν αρκετά δύσκολο. |
αρκετά κοντινόςlocución adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλούτσικοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los resultados fueron bastante buenos, y eso que se presentaron algunos inconvenientes. |
εύλογου μεγέθους
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αρκετά καινούριος
|
μεγαλούτσικοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αρκετά συχνάlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Últimamente nos encontramos bastante seguido. |
αρκετά καλάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Creo que la cosa salió bastante bien. Trabajamos bastante bien los dos juntos. Δουλέψαμε αρκετά καλά μαζί. |
αρκετά καλάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Aunque no soy un experto puedo cocinar razonablemente bien. |
αρκετά μακριάlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) El restaurante está bastante lejos de aquí como para ir caminando. |
αρκετά καλάlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αρκετά καλάlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σχετικά νέος, σχετικά μικρόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Parece bastante joven para solicitar ese trabajo. |
Είναι αρκετή απόσταση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχεδόν το ίδιο, πολύ όμοιοlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η τσάντα χειρός και τα παπούτσια της μητέρας μου δεν έχουν ακριβώς το ίδιο χρώμα, αλλά είναι πολύ όμοια. |
πολύ περισσότεροςlocución adjetiva Un banquero gana bastante más que un maestro. Ένας τραπεζίτης βγάζει πολύ περισσότερα από έναν καθηγητή. |
ταξιδεύωlocución verbal (coloquial) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Definitivamente me muevo bastante en mi trabajo. Este año viajé a Corea, Australia y Sudáfrica. Σίγουρα ταξιδεύω στη δουλειά μου. Φέτος πήγα στην Κορέα, την Αυστραλία και τη Νότια Αφρική. |
αρκετά κοντά έτσι ώστεlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estuve lo bastante cerca como para caerme. |
αρκετά συχνάlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Los trenes pasan con bastante frecuencia. |
αρκετά καλάlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Hablo francés bastante bien, pero no podría pasar por hablante nativa. |
αρκετά καλάlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αρκετά καλάlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
είχα επάρκεια, είχα αρκετάlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No, no podría seguir comiendo, gracias. Ya tuve bastante. |
αρκετά σθεναρός, στιβαρός, στέρεοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Este tipo de madera es bastante duro. |
σχετικά ακριβής
Necesitamos unos cien empleados adicionales, pero mañana te daremos un número casi exacto. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bastante στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του bastante
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.