Τι σημαίνει το barred στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης barred στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του barred στο Αγγλικά.

Η λέξη barred στο Αγγλικά σημαίνει με κάγκελα, ριγέ, με χρωματιστές ρίγες, με χρωματιστές γραμμές, μπαρ, μπαρ, ράβδος, κάγκελα, σίδερα, μπάρα, ράβδος, πλάκα, μονόζυγο, αποκλείω την είσοδο, απαγορεύω την είσοδο, απαγορεύω σε κπ να κάνει κτ, γραμμή, μπάρα, αποκλεισμός, μέτρο, κάγκελο, κιγκλίδωμα, εδώλιο, δικηγορικός σύλλογος, σύρτη, bar, μπαρ, μαγαζί, κατάστημα, αντίσταση, διακριτικό, διακριτικό, όριο, επίπεδο, εκτός από, αμπαρώνω, αποκλείω, φράσσω, κάνω ρίγες, αποκλείω, φράσσω, κωλύω, παρακωλύω, μου απαγορεύεται η είσοδος, ανεξέλεγκτος, απεριόριστος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης barred

με κάγκελα

adjective (window, etc.: having bars)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The prisoner gazed out through the barred window of his cell.

ριγέ

adjective (fabric: striped) (ύφασμα)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The scarf has a black and white barred motif.

με χρωματιστές ρίγες, με χρωματιστές γραμμές

adjective (feathers: having bands of color) (φτερά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pheasants have barred feathers.

μπαρ

noun (pub) (μαγαζί)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The new bar in town serves lots of different beers.
Το καινούριο μπαρ στην πόλη σερβίρει πολλά διαφορετικά είδη μπίρας.

μπαρ

noun (counter in a pub)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The cowboy walked up to the bar and ordered a beer.
Ο καουμπόι μπήκε στο μπαρ και παρήγγειλε μια μπύρα.

ράβδος

noun (iron, steel post)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The concrete walls are reinforced with steel bars.
Οι τοίχοι από σκυρόδεμα ενισχύονται με χαλύβδινες ράβδους.

κάγκελα, σίδερα

plural noun (steel grille in prison, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The convicted criminal looked out through the bars of his prison cell.
Ο καταδικασμένος εγκληματίας κοίταξε έξω από τα κάγκελα (or: σίδερα) του κελιού του.

μπάρα, ράβδος

noun (rod)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He used a metal bar to vandalise several parked cars.
Χρησιμοποίησε μια μεταλλική ράβδο για να βανδαλίσει αρκετά παρκαρισμένα αυτοκίνητα.

πλάκα

noun (snack: block of [sth]) (καθομ: σοκολάτα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sandy treated herself to a bar of chocolate. I usually have a cereal bar for breakfast.
Συνήθως τρώω μια μπάρα δημητριακών για πρωινό.

μονόζυγο

noun (gym apparatus)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The gymnast was performing an exercise on the bar.
Ο αθλητής έκανε μια άσκηση στο μονόζυγο.

αποκλείω την είσοδο, απαγορεύω την είσοδο

transitive verb (exclude, ban) (σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The disco has barred Andy because of his crazy antics.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η λέσχη απέβαλε τον Αλέξη, εξαιτίας των ρατσιστικών του προσβολών.

απαγορεύω σε κπ να κάνει κτ

(often passive (exclude, ban from doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The judge barred Lewis from driving for a year.
Ο δικαστής απαγόρευσε στον Λούις να οδηγεί για έναν χρόνο.

γραμμή, μπάρα

noun (line)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Place your bank card so the side showing the bar is uppermost.

αποκλεισμός

noun (exclusion)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Because of his behaviour, he was subject to a bar in many of the town's shops.

μέτρο

noun (music) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The composer hummed a few bars of his new song.

κάγκελο, κιγκλίδωμα

noun (UK (law court) (αίθουσα δικαστηρίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The solicitor leaned over the bar to talk to the barrister.

εδώλιο

noun (UK (box for accused in court)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The prisoner at the bar looked very worried.

δικηγορικός σύλλογος

noun (legal profession)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The California bar approved Mr. Black to practice law.

σύρτη

noun (sandbank)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fishing boat ran aground on a bar.

bar, μπαρ

noun (pressure unit) (μονάδα πίεσης)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
During the storm, the pressure dropped to twenty-eight bars.

μαγαζί, κατάστημα

noun (place where [sth] is sold)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντίσταση

noun (electric fire heating element)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bars on the electric fire were glowing with a bright orange colour.

διακριτικό

noun (UK (insignia, award)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
He won the Distinguished Conduct Medal and bar in the war.

διακριτικό

noun (US (metal bar on uniform)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
You can tell his rank by the number of bars on his uniform.

όριο, επίπεδο

noun (authority, threshold)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The content of this film is well below the bar of decency, so it ought to be banned.

εκτός από

preposition (except)

I hate all vegetables bar carrots.

αμπαρώνω

transitive verb (shut with a bar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
For safety, Simon bars his door every night.
Για ασφάλεια, ο Σάιμον αμπαρώνει την πόρτα του κάθε νύχτα.

αποκλείω, φράσσω

transitive verb (obstruct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The security officers barred the entrance to the bank.

κάνω ρίγες

transitive verb (draw stripes on)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I am going to paint this wall white, then bar it in black.

αποκλείω, φράσσω

transitive verb (shut in or out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
All of the exits had been barred, and there was no way to escape.

κωλύω, παρακωλύω

transitive verb (law: halt action by objection)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The victim waited too long, and now her claim is barred by the state's statute of limitations.

μου απαγορεύεται η είσοδος

intransitive verb (be banned from entering)

He has been barred from his local pub because he was involved in a fight there a few months ago.
Του απαγορεύτηκε η είσοδος στην τοπική παμπ γιατί έμπλεξε σε καβγά πριν μερικούς μήνες.

ανεξέλεγκτος, απεριόριστος

adjective (without rules, unconstrained)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You can say whatever you like to me, there are no holds barred.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του barred στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του barred

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.