Τι σημαίνει το as στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης as στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του as στο Αγγλικά.
Η λέξη as στο Αγγλικά σημαίνει εξίσου, ως, όπως, καθώς, ό,τι, καθώς, όπως, εφόσον, αφού, αν και, ως, ως, τόσο... όσο, τόσο... όσο, αναγνωρίζω κπ/κτ ως κτ, λειτουργώ ως κπ/κτ, προσφωνώ, γνωστός επίσης και ως, φαίνεται ότι, διορίζω, εντελώς, τελείως, επιπροσθέτως, επιπλέον, όταν ήμουν παιδί, σαν παιδί, επομένως, κατά συνέπεια, συνεπώς, φιλικά, συνήθως, γενικά, αστεία, αυτονόητα, για την ακρίβεια, είναι θέμα αρχής, ως υποκατάστατο, επομένως, συνεπώς, κατά συνέπεια, λόγω, εξαιτίας, ως κανόνας, γενικά, συνήθως, ως υποκατάστατο, γενικά, εν γένει, στο σύνολο, συνολικά, όπως συμφωνήθηκε, όπως έχει συμφωνηθεί, ως συνήθως, όπως πάντα, όπως τροποποιήθηκε, αντί, κατά την, όσο το δυνατό καλύτερα, συγκριτικά με κτ, όπως επιθυμείτε, όπως περιγράφεται παρακάτω, όπως περιγράφεται ακολούθως, σύμφωνα με τις οδηγίες, σε αντιδιαστολή με, ως συνήθως, όπως πάντα, όπως ήταν αναμενόμενο, μέχρι, τόσο εκτός θέματος, τόσο μακριά όσο, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω, όσο γίνεται, εδώ είναι το τέρμα, όσο το δυνατό μακρύτερα, ήδη από, από, ως εξής, όσον αφορά, σχετικά με, αναφορικά με, όσον αφορά εμένα, από, τρελά, τόσο καλός όσο, εξίσου καλός, πάνω κάτω, στο περίπου, το καλύτερο δυνατό, σαν καινούριος, ο καλύτερος δυνατός, φοβερά, όπως το βλέπω εγώ, όπως έλεγα, λες και, σαν να, ναι καλά!, σαν να ήμασταν συνεννοημένοι, λες και ήμασταν συνεννοημένοι, σαν να ήθελε να πει, σαν να προσπαθούσε να πει, ως έχει, ως συνήθως, όπως προκύπτει, όπως έχουν τα πράγματα, όπως έχουν τα πράγματα, όπως θα έπρεπε να είναι, σε μία ιδανική περίπτωση, σε ένα ιδανικό σενάριο, όπως θα έπρεπε να είναι η κατάσταση, όπως θα έπρεπε να είναι η κατάσταση, όπως αποδεικνύεται, όπως ήταν, τρόπος του λέγειν, τόσο λίγος όσο, τόσο μικρός όσο, εφόσον, αρκεί να, όσο, τόσο... όσο, πολύ μακρύς, ευτυχώς, τόσος...όσος, ως και, όπως αναφέρεται, αυτό, τόσο... όσο, τόσο... όσο, παρόλο, όσο το δυνατόν περισσότερο, όσο το δυνατόν περισσότερο, όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο, όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο, από, πρόσφατα, τελευταία, από δω και πέρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, τις πιο πολλές φορές, όσο συχνά θέλεις, όσο συχνά σου αρέσει, όσο συχνά θέλεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης as
εξίσουadverb (equally) (ίσα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Bob is five feet ten and Janet is just as tall. Ο Μπομπ είναι 1,78 και η Τζάνετ είναι το ίδιο ψηλή. |
ωςadverb (considered to be) He thinks of himself as a great photographer. |
όπως, καθώςadverb (in the manner) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As promised, here are the books on Shakespeare. Όπως υποσχέθηκα, να τα βιβλία για τον Σέξπιρ. |
ό,τιconjunction (in the same manner as) (αυτό που) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Do as I say, not as I do. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Φτιάξε το κουτί όπως σου έδειξα. |
καθώς, όπωςconjunction (while) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) As he was climbing the ladder, his hammer slipped from his belt. Ενόσω ανέβαινε τη σκάλα, το σφυρί γλίστρησε από την ζώνη του. |
εφόσον, αφούconjunction (since, because) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) I made you some coffee, as you don't like tea. Σου έφτιαξα καφέ, μιας και δεν σου αρέσει το τσάι. |
αν καιconjunction (though) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tired as I was, I carried on working till the sun came up. Αν και ήμουν κουρασμένος, συνέχισα να δουλεύω μέχρι την αναταολή του ήλιου. |
ωςpreposition (function) (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Steve, Julie and I work well as a team. Ο Στιβ, η Τζούλι κι εγώ δουλεύουμε καλά ως ομάδα. |
ωςpreposition (while being) (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) As a teacher in a deprived area, Jenna had worked with a lot of troubled youngsters. Όντας δασκάλα σε υποβαθμισμένη περιοχή, η Τζένα είχε δουλέψει με πολλά παιδιά που αντιμετώπιζαν προβλήματα. |
τόσο... όσοadverb (expressing similarity or equality) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This wine is as nice as that one. That joke is as old as the hills. |
τόσο... όσοconjunction (correlative: such that) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) He's not so clever as everyone thinks. |
αναγνωρίζω κπ/κτ ως κτ(often passive (praise, applaud) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Critics acclaimed her as the greatest actress of the 20th century. |
λειτουργώ ως κπ/κτ(perform function) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When they first met each other, it was her sister who acted as matchmaker. The man's trousers were held up by a bit of rope that was acting as a belt. Το παντελόνι του άντρα το συγκρατούσε ένα κομμάτι σκοινί που έπαιζε τον ρόλο της ζώνης. |
προσφωνώtransitive verb (use a title) (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "Your Holiness" is the correct way to address the Pope. «Παναγιότατε» είναι ο σωστός τρόπος να προσφωνεί κανείς τον Πάπα. |
γνωστός επίσης και ωςpreposition (alias) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eva Perón, also known as Evita, was a controversial figure in Argentine politics. |
φαίνεται ότιverbal expression (seem) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It appears as though your father is having a mid-life crisis. |
διορίζω(give a role, job) (κάποιον ως κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The board of directors appointed Mark as head of the party-planning committee. Το διοικητικό συμβούλιο διόρισε τον Μαρκ ως τον επικεφαλής της επιτροπής για το σχεδιασμό των πάρτυ. |
εντελώς, τελείωςexpression (US (extremely) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) What? That's silly as all get out! You can't grow bananas in the desert. |
επιπροσθέτως, επιπλέονadverb (informal (in addition) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We're going on a hike in the mountains today, and as a bonus we'll have a picnic. |
όταν ήμουν παιδί, σαν παιδίadverb (during childhood) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As a child, Henry was scared of dogs but he later went on to become a vet. |
επομένως, κατά συνέπεια, συνεπώςadverb (so, therefore) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The boy failed his math test. As a consequence, he cannot visit his friends this weekend. |
φιλικάadverb (preface to giving advice) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You know I say this as a friend, but I don't think that you should date him. |
συνήθως, γενικάadverb (usually) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I don't eat meat as a general rule, but I make an exception for my mother's cooking. Sometimes I'm late, but as a general rule I always try to be on time. |
αστείαadverb (for humorous effect) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Don't be upset, that comment was meant as a joke. |
αυτονόηταexpression (as part of normal routine) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
για την ακρίβειαexpression (in fact, on the contrary) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'm not ignoring your brother; as a matter of fact, I invited him for dinner tonight. Δεν αγνοώ τον αδερφό σου. Για την ακρίβεια τον κάλεσα για δείπνο απόψε. |
είναι θέμα αρχήςexpression (on moral grounds) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ως υποκατάστατοadverb (as a substitute for) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Margarine is widely used as a replacement for butter. |
επομένως, συνεπώς, κατά συνέπειαadverb (consequently) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The little girl kept jumping in puddles, and as a result her new shoes were ruined. Το κοριτσάκι συνέχισε να πηδά στις λακκούβες και συνεπώς (or: κατά συνέπεια) τα καινούρια της παπούτσια καταστράφηκαν. |
λόγω, εξαιτίαςexpression (due to, because of) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As a result of your disobedience, your parents punished you. Οι γονείς σου σε τιμώρησαν εξαιτίας (or: λόγω) της ανυπακοής σου. |
ως κανόνας, γενικά, συνήθωςexpression (usually) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As a rule, we go to bed early on weeknights. |
ως υποκατάστατοexpression (to replace, instead of) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She used two cups of milk as a substitute for three eggs called for by the recipe. |
γενικά, εν γένει, στο σύνολο, συνολικάadverb (all considered together) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Some students need to improve, but the class as a whole is very good. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μερικοί παίκτες δεν είναι πολύ καλοί, αλλά η ομάδα στο σύνολό της έχει καλές επιδόσεις. |
όπως συμφωνήθηκε, όπως έχει συμφωνηθείexpression (in the way decided with [sb]) (με κπ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ως συνήθως, όπως πάνταadverb (as usual) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As always, Sally was chatting up the Australians. |
όπως τροποποιήθηκεexpression (changed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The document, as amended, shows that Mr. Smith is responsible for the damage. |
αντίpreposition (instead of) (για κτ ή με γενική) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Soy milk can be used as an alternative to cows' milk for some recipes. |
κατά τηνpreposition (UK (at a particular time) (επίσημο) |
όσο το δυνατό καλύτεραadverb (to the best of your ability) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Muddle through as best you can, and we'll fix the mistakes later. |
συγκριτικά με κτexpression (in comparison to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) As compared with American English, British English seems more formal. Συγκριτικά με τα αμερικάνικα αγγλικά, τα βρετανικά αγγλικά μοιάζουν πιο επίσημα. |
όπως επιθυμείτεadverb (however and whenever one wishes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The potatoes may be peeled or left unpeeled, as desired. The light can be turned on or off as desired. |
όπως περιγράφεται παρακάτω, όπως περιγράφεται ακολούθωςadverb (in the way described further on) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Construction of your model airplane should be carried out as detailed below. |
σύμφωνα με τις οδηγίεςexpression (following instructions) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε αντιδιαστολή μεexpression (unlike, not) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ως συνήθως, όπως πάνταadverb (as is always the case) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As ever, I didn't understand a word of what he was saying. The bus was late, as ever! Δεν κατάλαβα ούτε μια λέξη από όσα έλεγε, όπως πάντα. Το λεωφορείο καθυστέρησε, ως συνήθως! |
όπως ήταν αναμενόμενοadverb (as was anticipated) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As expected, all the crops withered because of the drought. |
μέχριexpression (as distant as) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The conference attracted people from countries as far afield as Japan and South Africa. |
τόσο εκτός θέματοςexpression (as unlike the subject as) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τόσο μακριά όσοpreposition (the same distance as) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Our new grocery store is just as far as the old one. Το νέο παντοπωλείο είναι τόσο μακριά όσο και το παλιό. |
όσον με αφορά, κατά την γνώμη μουadverb (in my opinion) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As far as I'm concerned, that was the best film of the year. Κατά τη γνώμη μου αυτή ήταν η καλύτερη ταινία της χρονιάς. |
όσον με αφορά, κατά την γνώμη μουadverb (as for me, as regards me) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As far as I'm concerned, I never want to eat another fried alligator steak. Όσον με αφορά, δεν θέλω να φάω τηγανητή μπριζόλα αλιγάτορα ποτέ ξανά. |
απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζωadverb (to my knowledge) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As far as I know, the bank approved the loan. The boss is in his office, as far as I know. Απ' όσο ξέρω, η τράπεζα ενέκρινε το δάνειο. Το αφεντικό είναι στο γραφείο, απ' όσο γνωρίζω. |
όσο γίνεταιexpression (to some extent) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) This town is all right, as far as it goes, but there are probably better places to raise kids. |
εδώ είναι το τέρμαexpression (the end, last stop) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Everyone get off the bus, this is as far as it goes! |
όσο το δυνατό μακρύτεραadverb (to the greatest possible extent) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Please avoid cell phone usage as far as possible during your visit. |
ήδη απόpreposition (long ago) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) As far back as Cleopatra's time, sugaring has been used as a hair removal technique. |
απόpreposition (from a point in the past) These cave paintings are believed to date as far back as 17,000 years. |
ως εξήςadverb (in the following way) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The instructions are as follows: 'Remove lid, drink coffee'. Οι οδηγίες είναι οι εξής: «Αφαιρέστε το καπάκι, πιείτε τον καφέ». |
όσον αφορά, σχετικά με, αναφορικά μεpreposition (with regard to) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As for this guy, I don't think he's going anywhere in life. Όσον αφορά (or: σχετικά με) αυτόν τον τύπο, δεν νομίζω ότι θα προοδέψει στη ζωή του. |
όσον αφορά εμέναadverb (as far as I am concerned) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My husband is going to work. As for me, I will stay home and take care of the baby. Ο σύζυγός μου πηγαίνει στη δουλειά. Όσον αφορά εμένα, θα μείνω σπίτι και θα φροντίζω το μωρό. |
απόpreposition (starting on) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) You'll need to arrive 10 minutes earlier as from tomorrow. Από αύριο, πρέπει να φτάνεις 10 λεπτά νωρίτερα. |
τρελάadverb (vulgar, offensive, slang (extremely) (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) That guy over there is as cool as f***! |
τόσο καλός όσο, εξίσου καλόςexpression (of equal quality to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He is as good at maths as my brother. |
πάνω κάτω, στο περίπουexpression (nearly; virtually) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I've worked all night on the picture and it's as good as finished. |
το καλύτερο δυνατόexpression (the best circumstances) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The smaller football teams have no chance of finishing top of the league, so winning one of the cup competitions instead is as good as it gets. |
σαν καινούριοςexpression (successfully repaired or restored) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) John fixed my bike and now it's as good as new! |
ο καλύτερος δυνατόςexpression (the best available) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φοβεράexpression (slang (extremely) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όπως το βλέπω εγώadverb (in my opinion) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όπως έλεγαadverb (to resume after interruption) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) As I was saying before being interrupted, the lady of the house is not home. |
λες και, σαν ναconjunction (as though) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He looked as if he wanted to say something. Έμοιαζε σαν να ήθελε να πει κάτι. |
ναι καλά!interjection (informal (sceptical) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You're going to help me clean the house? As if! Θα με βοηθήσεις να καθαρίσω το σπίτι; Ναι καλά! |
σαν να ήμασταν συνεννοημένοι, λες και ήμασταν συνεννοημένοιexpression (as though responding to a signal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tom was thinking about his mother when, as if on cue, she knocked on his front door. |
σαν να ήθελε να πει, σαν να προσπαθούσε να πειadverb (in a way that suggests [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He nodded at her as if to say goodbye. |
ως έχειadverb (in its current state) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The TV is sold 'as is', there is no implicit nor explicit warranty. |
ως συνήθωςadverb (formal (as usual, as is my habit) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
όπως προκύπτειadverb (as has transpired) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The truth, as it emerges, is far more complex than anyone could possibly have imagined. |
όπως έχουν τα πράγματαadverb (colloquial (as the situation stands) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As it is, we'll be lucky to arrive before dark! Όπως έχουν τα πράγματα, θα είμαστε τυχεροί αν φτάσουμε πριν σκοτεινιάσει! |
όπως έχουν τα πράγματαadverb (in its current state) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We'll have to make do with the vehicle we have, as it is. Όπως έχουν τα πράγματα, θα πρέπει να τα βγάλουμε πέρα με το όχημα που έχουμε. |
όπως θα έπρεπε να είναιadjective (correct, proper) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She completed her inspection and found that everything was as it ought to be. |
σε μία ιδανική περίπτωση, σε ένα ιδανικό σενάριοadverb (in an ideal state) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Her speech gave us a vision of the world as it ought to be. |
όπως θα έπρεπε να είναι η κατάστασηadverb (correct, proper state) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όπως θα έπρεπε να είναι η κατάστασηadjective (in a desirable state) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We felt that the hotel was not as good as it should be for the high price. |
όπως αποδεικνύεταιadverb (as has transpired) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The candidate I offered the job to is, as it turns out, my boss's cousin! Αποδείχθηκε ότι ο υποψήφιος στον οποίο έδωσα τη θέση είναι ξάδερφος του αφεντικού μου! |
όπως ήτανexpression (previous state) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Harry preferred the room as it was, not with the new decor. |
τρόπος του λέγεινadverb (idiom (so to speak) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τόσο λίγος όσο, τόσο μικρός όσοexpression (a quantity as small as) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As little as 2 grammes of it is enough to kill you. |
εφόσον, αρκεί ναexpression (providing that) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I am happy, as long as the sun always comes back around. Θα είμαι ικανοποιημένος, αρκεί να βγαίνει κάθε μέρα ο ήλιος. |
όσοexpression (while) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As long as you're living under my roof, you'll obey my rules, young lady! Όσο ζεις στο δικό μου σπίτι, θα υπακούς στους κανόνες μου, νεαρή μου! |
τόσο... όσοexpression (equal in length to) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) My garden is as long as a football pitch. Ο κήπος μου έχει μήκος όσο ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. |
πολύ μακρύςexpression (figurative, informal (very long) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ευτυχώςadverb (idiom (fortunately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As luck would have it, the bus was late too, so I managed to catch it after all. |
τόσος...όσοςadverb (the same number as) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The Lakers had as many all-stars as the Bulls but still lost the game by 20 points. Οι Λέικερς είχαν τόσους εξαιρετικούς παίκτες όσους και οι Μπουλς. Παρ' όλα αυτά έχασαν το παιχνίδι με διαφορά 20 πόντους. |
ως καιadverb (up to, a possible total of) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On a good day, I have seen as many as 80 species of birds. |
όπως αναφέρεταιadverb (as is referred to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτόexpression (the same thing) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) So, you're pregnant. I thought as much. Είσαι έγκυος λοιπόν. Αυτό το φαντάστηκα. |
τόσο... όσοexpression (the same amount as) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nobody can eat as much as my brother! Κανείς δεν μπορεί να φάει όσο ο αδερφός μου! |
τόσο... όσοexpression (equally) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I love you as much as I love your sister. Σε αγαπάω το ίδιο με την αδερφή σου. |
παρόλοexpression (with clause: even though) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) As much as I love Mel Gibson, this movie is just too violent for me. Όσο και να μου αρέσει ο Μελ Γκίμπσον, αυτή η ταινία είναι πολύ βίαιη για μένα. |
όσο το δυνατόν περισσότεροexpression (to greatest extent) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I try to exercise as much as possible. Προσπαθώ να γυμνάζομαι όσο το δυνατόν περισσότερο. |
όσο το δυνατόν περισσότεροnoun (greatest amount) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I always eat as much as possible at Thanksgiving dinner. Πάντα τρώω όσο το δυνατόν περισσότερο στο δείπνο της Γιορτής των Ευχαριστιών. |
όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίοadverb (according to what is needed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Apply the ointment to the wound as necessary. |
όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίοadverb (according to what is necessary) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Take the pain medication as needed. |
απόpreposition (starting from) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) As of Monday, the office will be closed. Το γραφείο θα είναι κλειστό από τη Δευτέρα. |
πρόσφατα, τελευταίαadverb (recently, lately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She has been acting unusually as of late. She hasn't eaten for four days nor slept for two nights. |
από δω και πέραadverb (from this moment onwards) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) As of now, you are no longer welcome in my house. Στο εξής δεν είσαι πλέον ευπρόσδεκτος στο σπίτι μου. |
μέχρι στιγμής, μέχρι τώραadverb (at this moment) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) As of now, we have collected nearly 80% of the funds we need to complete the project. Μέχρι στιγμής έχουμε μαζέψει σχεδόν το 80% των κονδυλίων που χρειαζόμαστε για να ολοκληρώσουμε το έργο. |
από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέραexpression (presently) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) As of today, the company's sales are strong. Από εδώ και στο εξής, οι πωλήσεις της εταιρίας αυξάνονται. |
τις πιο πολλές φορέςadverb (in about half of all instances) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I don't know if he will be here today. He shows up as often as not. |
όσο συχνά θέλεις, όσο συχνά σου αρέσειadverb (informal (whenever you wish) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Come and visit me as often as you like. |
όσο συχνά θέλειςadverb (whenever you want) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Feel free to stop by my office as often as you wish. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του as στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του as
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.