Τι σημαίνει το aproximar-se στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης aproximar-se στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aproximar-se στο πορτογαλικά.
Η λέξη aproximar-se στο πορτογαλικά σημαίνει καραδοκώ, παραμονεύω, πλησιάζω, προσεγγίζω, πλησιάζω, έρχομαι κοντά, προσεγγίζω, έρχομαι κοντά, πλησιάζω, πλησιάζω, πλησιάζω, προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, πλησιάζω σε κτ, έρχομαι κοντά, πλησιάζω απειλητικά, πλησιάζω, είμαι στα όρια, πλησιάζω, κάνω προσέγγιση, πλησιάζω, πλησιάζω, ορθώνομαι απειλητικά, πλησιάζω, προσεγγίζω, έρχομαι, πλησιάζω, πλησιάζω, πλησιάζω, πλησιάζω, προσεγγίζω, πλησιάζω, προσεγγίζω, κάνω παρέα με, κινούμαι προς, πλησιάζω, πάω κοντά, πλησιάζω αθόρυβα, πλησιάζω, γλείφω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, προσεγγίζω,πλησιάζω κάποιον, πλησιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης aproximar-se
καραδοκώ, παραμονεύωverbo pronominal/reflexivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλησιάζω, προσεγγίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O veado começou a correr quando os lobos se aproximaram. Το ελάφι άρχισε να τρέχει καθώς πλησίαζαν οι λύκοι. |
πλησιάζω, έρχομαι κοντά, προσεγγίζωverbo pronominal/reflexivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έρχομαι κοντά(tornar-se íntimo ou amigável) (μεταφορικά) |
πλησιάζωverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Um estranho se aproximou e perguntou o caminho para a praia. Ένας άγνωστος με πλησίασε και με ρώτησε τον δρόμο για την παραλία. |
πλησιάζωverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πλησιάζω, προσεγγίζωverbo pronominal/reflexivo (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Μη με πλησιάσεις (or: προσεγγίσεις), αλλιώς θα πυροβολήσω! |
πλησιάζω, φτάνω, έρχομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Conforme se aproximava a data do seu casamento, Martha ficava mais nervosa. |
προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Καθώς πλησιάζαμε ο αέρας άρχισε να γίνεται βαρύς από τον καπνό. |
πλησιάζωverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ao se aproximar, John podia ver mais e mais detalhes. Καθώς πλησίαζε πιο κοντά, ο Τζον μπορούσε να δει όλο και περισσότερες λεπτομέρειες. |
πλησιάζω σε κτ
|
έρχομαι κοντάverbo pronominal/reflexivo (μεταφορικά) Parece que Mike e Susan têm se aproximado muito ultimamente! |
πλησιάζω απειλητικάverbo pronominal/reflexivo |
πλησιάζωverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ela se aproximou e se apresentou a mim. Πλησίασε και μου συστήθηκε. |
είμαι στα όριαverbo pronominal/reflexivo (figurado) (κάποιου πράγματος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ele falou de um modo que se aproximava do sarcasmo. Μιλούσε με τρόπο που ήταν στα όρια του σαρκασμού. |
πλησιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O avião que pousava aproximou-se do aeroporto. Το αεροπλάνο που προσγειωνόταν προσέγγισε το αεροδρόμιο. |
κάνω προσέγγισηverbo pronominal/reflexivo (golfe) (γκολφ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O golfista se aproximou com confiança. |
πλησιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ao se aproximar de casa, ouviu o barulho do fogo. |
πλησιάζωverbo pronominal/reflexivo (σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O navio aproximou-se da terra naquela manhã. |
ορθώνομαι απειλητικά(informal) |
πλησιάζω, προσεγγίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O boxeador abordou seu oponente com cuidado. Ο μποξέρ ζύγωσε (or: πλεύρισε) τον αντίπαλό του προσεκτικά. |
έρχομαι(data, evento) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jill sempre se sente triste quando o aniversário de morte de seu marido chega. Η Τζιλ νιώθει πάντα λυπημένη όταν έρχεται η επέτειος θανάτου του συζύγου της. |
πλησιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πλησιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O barulho da torcida aumentava toda vez que a bola chegava perto da área de pênalti. |
πλησιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ela se achegou e sussurrou um segredo no meu ouvido. Πλησίασε και μου ψιθύρισε ένα μυστικό στο αυτί. |
πλησιάζω, προσεγγίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλησιάζω, προσεγγίζωexpressão verbal (abordar alguém) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω παρέα με
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κινούμαι προς
|
πλησιάζω, πάω κοντά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jenna se aproximou dela e apertou sua mão para cumprimentá-la. Η Τζένα την πλησίασε και της έσφιξε το χέρι για να τη χαιρετήσει. |
πλησιάζω αθόρυβα
Quando Gary andou de fininho e bateu no meu ombro, eu pulei. Πετάχτηκα όταν ο Γκάρι πλησίασε αθόρυβα και με ακούμπησε στον ώμο. |
πλησιάζω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Οδήγα γρηγορότερα! Οι μπάτσοι μας πλησιάζουν! |
γλείφω(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele está tentando conseguir uma promoção e está se aproximando do chefe. |
πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Já estamos chegando perto do Natal e eu ainda não comprei nenhum presente. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος της σχολικής χρονιάς, ελπίζω ότι θα παραμείνετε συγκεντρωμένοι στα μαθήματά σας. |
προσεγγίζω,πλησιάζω κάποιονverbo pronominal/reflexivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele se aproximou de mim na rua e tentou queimar um dólar. Με προσέγγισε στον δρόμο και προσπάθησε να κάψει ένα δολάριο. |
πλησιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aproximar-se στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του aproximar-se
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.