Τι σημαίνει το anda στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης anda στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του anda στο ισπανικά.

Η λέξη anda στο ισπανικά σημαίνει Ωχ!, πω πω, όπα, α, για δες, μα, άντε, περπάτημα, κυλάω, απασχολημένος, σκαρώνω, κίνηση, οδηγώ, πορεύομαι, περπατώ, πηγαίνω, περπατάω, περπατώ, λειτουργώ, περπατάω, περπατώ, χοροπήδημα, λειτουργώ, περπατάω, προχωράω, κινούμαι, προχωρώ, η θέση μου είναι, -, προχωρώ, εξελίσσομαι, πετάγομαι, πηγαίνω, βρίσκω, οδηγώ, πηγαίνω, πάω, τα πηγαίνω, τα πάω, πηγαίνω, είμαι, την κάνω, αποσύρομαι, παρακολουθώ, προχωράω, προχωρώ, κινούμαι, ξεκινάω, ξεκινώ, πάω, καταφέρνω να πάω σε κτ, ε; πώς είπατε;, τι;, πώς;, πω πω, Κοίτα να δεις!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης anda

Ωχ!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Anda! Se me cayó una lente de contacto en el lavabo.
Ωχ! Μου έπεσε ο φακός επαφής στην αποχέτευση!

πω πω, όπα

(anticuado) (έκπληξη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Caramba! ¡Nunca había visto algo así!

α, για δες, μα

(για έκπληξη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

άντε

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¡Es casi la hora de ir al colegio! Venga.
Ώρα να πας στο σχολείο, άντε.

περπάτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Andar te ahorra dinero en autobuses y gasolina, y además es una buena forma de hacer ejercicio.
Με το περπάτημα γλιτώνεις χρήματα από τα εισιτήρια του λεωφορείου και τη βενζίνη, ενώ επίσης αποτελεί μια καλή μορφή άσκησης.

κυλάω

(vehículo) (έμφαση στο είδος της κίνησης)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El automóvil anduvo a lo largo de la calle.
Το αυτοκίνητο κινήθηκε κατά μήκος του δρόμου.

απασχολημένος

verbo intransitivo (coloquial)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¿En qué has andado desde la última vez que te vi?

σκαρώνω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El tendero le preguntó al travieso niño en qué andaba.
Ο καταστηματάρχης ρώτησε το άτακτο μικρό αγόρι τι σκάρωνε.

κίνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dan caminaba con un andar extraño debido a su herida.

οδηγώ

(CR)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anduvimos durante 50 millas y justo entonces el coche se averió.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είχα κάνει 10 χιλιόμετρα όταν μου έσκασε το λάστιχο του ποδηλάτου.

πορεύομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El profeta nos enseñó a andar en paz.

περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El coche se averió, tendremos que andar.

πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Cómo vas?
Πώς τα πας;

περπατάω, περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Te gustaría ir en carro o caminando?
Προτιμάς να οδηγείς ή να περπατάς;

λειτουργώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Funciona el coche?
Δουλεύει αυτό το αυτοκίνητο;

περπατάω, περπατώ

(largas distancias)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Irene caminó hasta la casa de su hermano desde aquí.
Η Ιρένε περπάτησε όλη τη διαδρομή από εδώ μέχρι το σπίτι του αδερφού της.

χοροπήδημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Andaba con un paso ligero, como una niña pequeña.
Περπατούσε ελαφρώς χοροπηδηχτά, σαν κοριτσάκι.

λειτουργώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El ventilador no funciona.

περπατάω, προχωράω

verbo intransitivo (pato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El pato caminó hacia nosotros y empezó a comer pan.

κινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El tren iba a la velocidad máxima.
Το τρένο έτρεχε με τη μέγιστη ταχύτητά του.

προχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los excursionistas fueron por el camino.

η θέση μου είναι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esa silla va al lado de la mesa.
Η καρέκλα πάει δίπλα στο τραπέζι.

-

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
No puedo ir contigo el fin de semana, pero no dejes que eso te detenga, ve tú.
Τελικά δεν μπορώ να έρθω μαζί σας το σαββατοκύριακο, αλλά μην αφήσετε να σας σταματήσει αυτό· εσείς να πάτε.

προχωρώ, εξελίσσομαι

verbo intransitivo (coloquial) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hasta ayer, las cosas iban bastante bien.
Μέχρι χθες, τα πράγματα εξελίσσονταν αρκετά καλά. Προχωράμε με περίπου 30 μίλια την ώρα.

πετάγομαι

(a casa de alguien) (καθομ, μεταφορικά: κάπου ή σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Μπορείς να πεταχτείς μέχρι του Γιάννη για να παραδώσεις αυτή την κάρτα;

πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Noé les dijo a los animales que fuesen y se multiplicasen.

βρίσκω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tú ve primero, voy cuando haya terminado mi trabajo.
Προχώρα εσύ. Θα σε βρω μόλις τελειώσω τη δουλειά μου εδώ.

οδηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Γϋρισέ με προς τη σωστή κατεύθυνση και θα φτάσω σίγουρα.

πηγαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesito ir a la farmacia.
Πρέπει να πάω στο φαρμακείο.

πάω

(επιδόσεις, πρόοδος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Cómo van tus hijos en la escuela?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πώς τα πάνε τα παιδιά σου στο σχολείο;

τα πηγαίνω, τα πάω

(reflexivo) (απόδοση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Me fue muy bien con la venta de mi casa!
Τα πήγα πολύ καλά με την πώληση του σπιτιού μου!

πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Cómo va el informe?
Πώς πάει η αναφορά;

είμαι

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Va mejor que ayer?
Τα πάει καθόλου καλύτερα από χτες;

την κάνω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Estás listo! ¡Vamos!

αποσύρομαι

verbo intransitivo (λόγιος: σε κτ ή κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vincent fue a su estudio después de cenar para trabajar un poco más.

παρακολουθώ

verbo intransitivo (religión)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos a misa todos los domingos por la mañana.

προχωράω, προχωρώ, κινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los camiones viajaban a lo largo de la carretera.
Τα φορτηγά προχωρούσαν (or: κινούνταν) κατά μήκος του δρόμου.

ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Con sus alforjas llenas y el corazón contento, empezaron su aventura.

πάω

(καταφέρνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Cómo te las arreglas con el proyecto?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πώς τα πας με το έργο;

καταφέρνω να πάω σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siento no haber podido llegar a la reunión de ayer.
Συγγνώμη που δεν κατάφερα να έρθω στη χθεσινή συνάντηση.

ε; πώς είπατε;, τι;, πώς;

interjección (coloquial)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Anda! No ví que ese carro estaba ahí.

πω πω

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Hala! No sé qué ha pasado.
Θεούλη μου, δεν ξέρω τι συνέβη.

Κοίτα να δεις!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Guau! Nunca pensé que te encontraría aquí.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του anda στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.