Τι σημαίνει το alcanzar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης alcanzar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alcanzar στο ισπανικά.
Η λέξη alcanzar στο ισπανικά σημαίνει φτάνω, φτάνω, φτάνω, φτάνω, προφταίνω, προλαβαίνω, φτάνω, έρχομαι, φτάνω, φτάνω για όλους, φθάνω για όλους, είμαι αρκετός για όλους, φτάνω, φθάνω, πραγματοποιώ, τα βγάζω πέρα, κάνω, πιάνω, χτυπάω, επαρκώ, βρίσκω, φτάνω, πετυχαίνω, βρίσκω, προλαβαίνω, έχω μέγεθος, περνάω, περνώ, δίνω, επιτυγχάνω, πετυχαίνω, φτάνω, αρκώ, επαρκώ, πετυχαίνω, βγαίνω σε κτ, κατακτώ, έχω χρόνο, κάνω, πιάνω, βρίσκω, έχω οργασμό, ανθίζω, πιάνω, στοχεύω ψηλά, συμβιβασμός, έρχομαι σε οργασμό, φτάνω σε οργασμό, επιτυγχάνω, συμβιβάζομαι, αποδέχομαι, τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμό, ωριμάζω, ενηλικιώνομαι, φτάνω σε οργασμό, φτάνω, πετυχαίνω τους στόχους μου, γίνομαι διάσημος, γίνομαι γνωστός, νικώ, υπερνικώ, πασχίζω, προσπαθώ, ισορροπώ, φτάνω την κορυφή, πλησιάζω, φτάνω, πλησιάζω, φτάνω, πλησιάζω, αίσθηση σκοπού, έρχομαι σε οργασμό, έχω οργασμό, φτάνω την κορυφή, δίνω, κορυφώνομαι, κορυφώνομαι, φτάνω σε οργασμό, φτάνω στην κορύφωση, αφήνω, κορυφώνομαι, κανονίζω, πηγαίνω κπ σε κτ, φτάνω, αρκώ, υψώνομαι, ορθώνομαι, επιχειρώ να φτάσω, αγγίζω με τα δάχτυλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης alcanzar
φτάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mira aminoró la marcha para que su hermana menor pudiera alcanzarla. Η Μίρα έκοψε ταχύτητα για να μπορέσει να τη φτάσει η μικρότερη αδερφή της. |
φτάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Puedes alcanzar los vasos en la repisa superior? Φτάνεις τα ποτήρια στο πάνω ράφι; |
φτάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se espera que la temperatura hoy alcance los 30º C. Η θερμοκρασία αναμένεται να φτάσει τους 30°C σήμερα. |
φτάνω, προφταίνω, προλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Camino más rápido que él, así que lo espero en cada esquina para que me alcance. Περπατάω πιο γρήγορα από ότι εκείνος, γι' αυτό τον περιμένω σε κάθε γωνία να με φτάσει. |
φτάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él se sintió afortunado de llegar a la edad de noventa años. Αισθανόταν τυχερός που έφτασε τα ενενήντα. |
έρχομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φτάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Perdí contacto con mi hermano hace años, y las noticias de su muerte me alcanzaron con una carta de su abogado. Έχασα επαφή με τον αδερφό μου πριν από χρόνια και η είδηση του θανάτου του έφτασε με μια επιστολή από τον δικηγόρο του. |
φτάνω για όλους, φθάνω για όλους, είμαι αρκετός για όλους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Crees que alcanzará con estos panes y pescados? Πιστεύεις ότι υπάρχουν αρκετά καρβέλια και ψάρια για να επαρκέσουν για όλους; Πιστεύεις ότι τα καρβέλια και τα ψάρια είναι επαρκή για όλους; |
φτάνω, φθάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La abuela de Marlene alcanzó los 99 años antes de morir. Η γιαγιά της Μαρλέν έφτασε τα ενενήντα εννιά πριν πεθάνει. |
πραγματοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Espero que alcances tus sueños. Ελπίζω να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου. |
τα βγάζω πέραverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) $150 te alcanzará para toda la semana. Εκατό πενήντα δολάρια την εβδομάδα φτάνουν για να τα βγάλεις πέρα. |
κάνω, πιάνω, χτυπάωverbo transitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hoy la Bolsa alcanzó un máximo histórico ante buenos reportes corporativos. Η μετοχή έκανε νέο υψηλό ρεκόρ σήμερα στα χρηματιστηριακά νέα. |
επαρκώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βρίσκω, φτάνω, πετυχαίνωverbo transitivo (στόχος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La flecha alcanzó el blanco. |
βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La bala le alcanzó en el estómago. |
προλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quizá lo alcances si te das prisa. Μπορεί να τον προλάβεις αν βιαστείς. |
έχω μέγεθοςverbo transitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) El terremoto alcanzó el grado cuatro en la escala de Richter. |
περνάω, περνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La policía intentó alcanzar a los ladrones en fuga. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Podrías pasarme el libro que está por allá, por favor? Θα μπορούσες να μου δώσεις εκείνο εκεί το βιβλίο, σε παρακαλώ; |
επιτυγχάνω, πετυχαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estamos a punto de conseguir nuestro objetivo de recaudar dos millones de dólares. Είμαστε τόσο κοντά να πετύχουμε το στόχο μας και να μαζέψουμε δύο εκατομμύρια δολάρια. |
φτάνω, αρκώ, επαρκώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si, la leche nos durará hasta el viernes. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα τρόφιμα θα πρέπει να μας φτάσουν για δύο εβδομάδες. |
πετυχαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La científica logró fama internacional después de su asombroso descubrimiento. |
βγαίνω σε κτ(καθομιλουμένη) El desastre apareció en las noticias de la tarde. Η καταστροφή βγήκε στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων. |
κατακτώ(alcanzar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El escalador ganó la cima de la montaña el lunes por la mañana. |
έχω χρόνο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Tienes unos minutos para ayudarme? |
κάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los afectados llegaron a un acuerdo. Τα συμβαλλόμενα μέρη σύναψαν μία συμφωνία. |
πιάνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El equipo de ventas espera llegar a sus objetivos este mes. Η ομάδα πωλήσεων ευελπιστεί να πιάσει τα ποσοστά της αυτό τον μήνα. |
βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tú ve primero, yo te alcanzo cuando haya terminado mi trabajo. Προχώρα εσύ. Θα σε βρω μόλις τελειώσω τη δουλειά μου εδώ. |
έχω οργασμό(jerga, tener un orgasmo, Esp) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανθίζω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jane ha crecido mucho desde que comenzó la secundaria. Η Τζέιν έχει πραγματικά εξελιχθεί από τότε που άρχισε το γυμνάσιο. |
πιάνω(μτφ, καθομ: τιμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El pendiente de oro se vendió por un buen precio en la subasta. |
στοχεύω ψηλάlocución verbal |
συμβιβασμόςlocución verbal (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Él quiere un descanso en la ciudad y yo quiero unas vacaciones en la playa, así que tendremos que alcanzar un punto común. Θέλει διακοπές στην πόλη ενώ εγώ θέλω διακοπές στην θάλασσα, έτσι θα πρέπει να κάνουμε κάποιον συμβιβασμό. |
έρχομαι σε οργασμό, φτάνω σε οργασμό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιτυγχάνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alcanzó el éxito a los 25 años. |
συμβιβάζομαι, αποδέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los abogados deben negociar entre sí hasta que lleguen a un acuerdo respecto del asunto. Οι δικηγόροι οφείλουν να διαπραγματεύονται μεταξύ τους, έως ότου συμβιβαστούν επί του ζητήματος. |
τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Con la actual crisis económica, a muchas familias les está costando llegar a fin de mes. Στην παρούσα οικονομική κρίση για πολλές οικογένειες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Δεν μπορώ να τα φέρω βόλτα με τα χρήματα που μου δίνεις. |
βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμόlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es difícil alcanzar un consenso cuando los objetivos de cada uno son tan diferentes. |
ωριμάζω, ενηλικιώνομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Algunos animales de granja demoran hasta tres años en alcanzar la madurez. Κάποια ζώα της φάρμας κάνουν έως και τρία χρόνια για να ενηλικιωθούν. |
φτάνω σε οργασμόlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Algunas personas se vuelven tan adictas a la pornografía que no pueden alcanzar el clímax sin ella. |
φτάνωlocución verbal (formal) (σε προορισμό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Puede que tengas que cambiar de tren y luego tomar un autobús antes de que alcances tu destino. Μπορεί να χρειαστεί να αλλάξεις τρένο και να πάρεις λεωφορείο πριν φτάσεις. |
πετυχαίνω τους στόχους μουlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nunca alcanzarás tu objetivo si no trabajas duro. Δεν θα πετύχεις ποτέ τους στόχους σου χωρίς σκληρή δουλειά. |
γίνομαι διάσημος, γίνομαι γνωστόςlocución verbal |
νικώ, υπερνικώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πασχίζω, προσπαθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Todo escritor que aspire a la grandeza debe estudiar los clásicos. Κάθε συγγραφέας που πασχίζει (or: αγωνίζεται) να μεγαλουργήσει οφείλει να μελετήσει τους κλασικούς συγγραφείς. |
ισορροπώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los extremos alcanzarán en algún momento la media. |
φτάνω την κορυφήverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La inflación alcanzó su límite en diciembre. |
πλησιάζω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Conduce más deprisa, que la poli nos va a alcanzar! Οδήγα γρηγορότερα! Οι μπάτσοι μας πλησιάζουν! |
φτάνω, πλησιάζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Conduce más rápido, ¡la policía nos está alcanzando! |
φτάνω, πλησιάζω(persona) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αίσθηση σκοπού(figurado) (μτφ: κατεύθυνση ζωής) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έρχομαι σε οργασμό, έχω οργασμό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La pareja llegó al orgasmo al mismo momento. |
φτάνω την κορυφήlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El mercado de valores alcanzó su máximo a mediados de abril, y ha estado cayendo desde entonces. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mariana le dio un chocolate a Luisa. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο; |
κορυφώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La popularidad del cantante alcanzó el pico con su segundo disco, en el tercero las ventas bajaron. Η δημοτικότητα του τραγουδιστή κορυφώθηκε με τον δεύτερό του δίσκο· οι πωλήσεις του τρίτου του δίσκου ήταν πολύ πιο χαμηλές. |
κορυφώνομαι(números, gráficos) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El consumo eléctrico alcanzó su máximo después del partido, cuando casi toda la gente que lo veía fue a encender el hervidor de agua. Η χρήση ηλεκτρικού κορυφώθηκε αμέσως μετά τον αγώνα όταν η πλειοψηφία όσων τον παρακολουθούσαν πήγαν να ανάψουν την ηλεκτρική τσαγιέρα. |
φτάνω σε οργασμό, φτάνω στην κορύφωση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los hombres generalmente tienen orgasmos más fácilmente que las mujeres. Οι άνδρες συχνά φτάνουν πιο εύκολα και γρήγορα σε οργασμό από τις γυναίκες. |
αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dejo a mi esposo en el trabajo todos los días. Αφήνω τον άνδρα μου στη δουλειά κάθε πρωί. |
κορυφώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando la historia llega a la cima, sólo quedan dos personajes. Όταν κορυφώνεται η ιστορία έχουν απομείνει μόνο δυο χαρακτήρες. |
κανονίζωlocución verbal (mercantil) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las dos partes alcanzaron un acuerdo. Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία. |
πηγαίνω κπ σε κτ(καθομιλουμένη) ¿Me puedes llevar a la estación? Θα μπορούσες να με πας στο σταθμό; |
φτάνω, αρκώ(για να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Me temo que mis habilidades conversacionales en italiano no me alcanzan para negociar precios inmobiliarios. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Πέτρος ξέρει να μαγειρεύει, αλλά οι ικανότητες του δεν φτάνουν για να φτιάξει μουσακά. |
υψώνομαι, ορθώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La montaña alcanza su punto máximo muy por encima de ellos. |
επιχειρώ να φτάσωlocución verbal (procurar) (κάπου/σε κάποιο μέρος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Por la mañana ellos trataron de alcanzar la cima del Matterhorn. |
αγγίζω με τα δάχτυλαlocución verbal (κατά λέξη: των ποδιών) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los corredores estaban en fila, tocando con la punta del pie la línea de largada. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alcanzar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του alcanzar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.