¿Qué significa pedir en Griego?

¿Cuál es el significado de la palabra pedir en Griego? El artículo explica el significado completo, la pronunciación junto con ejemplos bilingües e instrucciones sobre cómo usar pedir en Griego.

La palabra pedir en Griego significa παραγγέλνω, παραγγέλνω, ζητάω, ζητώ, ζητάω, ζητώ, ζητιανεύω, επαιτώ, ζητάω, ζητιανεύω, ζητάω, ζητώ, υποβάλλω αίτηση, παρακαλώ, εκλιπαρώ, κάνω έκκληση, ζητάω, ζητώ, ζητώ, πλασάρω, ικετεύω για κτ, χρεώνω κπ κτ, ζητιανεύω, ικετεύω, εκλιπαρώ, υποβάλλω αίτηση, υποβάλλω αίτημα, παραγγέλνω, ζητώ κτ γονυπετής, παραγγέλνω, που έχω ζητήσει, που έχω παραγγείλει, χρειάζομαι απελπισμένα, επαιτεία, δανείζομαι, κλείνω ραντεβού, ζητιανεύω, καλώ, Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;, έθιμο του Χαλοουίν, ζητάω πολλά;, συγγνώμη, κάνω ωτοστόπ, παίρνω δάνειο, ζητώ συγχώρεση, ικετεύω έλεος, ερωτοτροπώ, φλερτάρω, κορτάρω, ζητώ μια χάρη, παίρνω φαγητό σε πακέτο, ζητάω τον λογαριασμό, στρέφομαι σε κπ για βοήθεια, αμφισβητώ, κλείνω ραντεβού, ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ, καλώ κπ/κτ να κάνει ησυχία, ζητώ συγνώμη, κάνω ωτοστόπ, ζητιανεύω, ρωτώ ξανά, ξαναρωτώ, ικετεύω, παρακαλώ, παραγγέλνω απ'έξω, φωνάζω τεχνικό/ειδικό για επισκευή, δέχομαι συμβουλές, κάνω πρόταση γάμου, φωνάζω, παραγγέλνω, προσκαλώ, ζητώ μια χάρη, κλείνω ραντεβού, ζητώ γονυπετής κτ από κπ, ξεκινώ, κάνω ωτοστόπ, φωνάζω, ξαναζητώ, παίρνω νομική βοήθεια, ζητώ κτ από κτ, συμβουλεύομαι, κλείνω ραντεβού για κπ, ζητώ μια χάρη, ζητώ βοήθεια, ζητώ συγνώμη για κτ, δανείζομαι, αρνούμαι, καταλαμβάνω κτ ζητώντας λύτρα, ζητώ συγγνώμη από κπ που έκανα κτ, ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ που έκανα, κάνω πρόταση γάμου, ζητάω ταυτότητα, ζητιανεύω κτ από κπ, κάνω πρόταση γάμου σε κπ, γράφω για να ζητήσω κτ, κάνω οτοστόπ, , κάνω μια ευχή σε κτ, ζητάω δανεικά, ζητώ κι άλλο, υποχρεώνω κπ να κάνει κτ παράνομο, δανείζομαι. Para obtener más información, consulte los detalles a continuación.

Escucha la pronunciación

Significado de la palabra pedir

παραγγέλνω

Deberíamos pedir otra botella de vino.
Καλύτερα να παραγγείλουμε άλλο ένα μπουκάλι κρασί.

παραγγέλνω

¿Han pedido ya?
Έχετε παραγγείλει ήδη;

ζητάω, ζητώ

El policía pidió mi licencia y registro.
Οι αστυνομικοί μου ζήτησαν την άδεια οδήγησης και την άδεια κυκλοφορίας.

ζητάω, ζητώ

Para pedir un nuevo servicio web, haga click aquí.

ζητιανεύω, επαιτώ

ζητάω

(βοήθεια: από κάποιον)

Le pidió ayuda.
Ζήτησε τη βοήθειά του.

ζητιανεύω

(perro)

Mi perro hace trucos cuando le digo "ruédate" o "pide"
Ο σκύλος μου κάνει κόλπα όταν του λέω «Κάνε μια στροφή!» ή «Παρακάλα!»

ζητάω, ζητώ

Le pedimos consejo a los sabios maestros.

υποβάλλω αίτηση

(formal) (για κτ)

Thomas solicitó una tarjeta de crédito.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Με την υποβολή του παρόντος εγγράφου, αιτούμαι τη συμμετοχή μου στο πρόγραμμα.

παρακαλώ, εκλιπαρώ, κάνω έκκληση

La rehén suplicó misericordia.

ζητάω, ζητώ

Ella solicitó más tiempo para acabar el informe.
ΝEW: Δεν σκοπεύω να αιτηθώ νέας αναβολής.

ζητώ

(formal) (καθομιλουμένη: κτ από κπ)

El artista solicitó opiniones sobre su nueva escultura.

πλασάρω

(con impertinencia, descaradamente)

El representante estaba llamando a todas las puertas de la calle, ofreciendo descaradamente su mercancía.
Ο αντιπρόσωπος πωλήσεων πήγαινε από πόρτα σε πόρτα πλασάροντας τα προϊόντα του

ικετεύω για κτ

Scott rogó piedad para sus hijos.
Ο Σκοτ ικέτευσε για έλεος για τα παιδιά του.

χρεώνω κπ κτ

El taxista me cobró ‎‎£15.
Ο ταξιτζής μου πήρε (or: μου ζήτησε) 15 λίρες.

ζητιανεύω

(κάτι)

Nos hemos acostumbrado a ver gente sin hogar mendigando dinero a los transeúntes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ήταν μια φτωχή πόλη και άνθρωποι που ζητιάνευαν χρήματα σχεδόν σε κάθε γωνία.

ικετεύω, εκλιπαρώ

Te imploro que me concedas un favor.
Σε θερμοπαρακαλώ να μου κάνεις μια χάρη.

υποβάλλω αίτηση, υποβάλλω αίτημα

παραγγέλνω

Por favor llama al restaurante chino y encarga sopa picante y amarga.
Παρακαλώ, κάλεσε το κινέζικο εστιατόριο και παράγγειλε μια καυτερή και ξινή σούπα.

ζητώ κτ γονυπετής

(figurado, pedir) (μεταφορικά)

παραγγέλνω

(comida)

που έχω ζητήσει, που έχω παραγγείλει

La tienda llamó para decir que ya había llegado el CD que Angela había ordenado.
Το κατάστημα τηλεφώνησε για να πει στην Άντζελα πως το CD που είχε παραγγείλει είχε φτάσει.

χρειάζομαι απελπισμένα

(coloquial) (μεταφορικά)

επαιτεία

Es muy triste. Cuando la economía se fue en picada, más gente tuvo que mendigar simplemente para sobrevivir.
Είναι πολύ λυπηρό πως, όταν η οικονομία βυθίστηκε σε ύφεση, περισσότεροι άνθρωποι αναγκάστηκαν να στραφούν στην επαιτεία για να τα βγάλουν πέρα.

δανείζομαι

(en préstamo)

¿Puedo usar tu bolígrafo?
Μπορώ να δανειστώ το στυλό σου;

κλείνω ραντεβού

(σε κάποιον, για κάποιον)

Te he reservado la hora del medio día para cortar y secar.

ζητιανεύω

(καθομιλουμένη)

Cuando perdió su empleo, fue a sentarse en la esquina de la calle a mendigar.
Αφού έχασε τη δουλειά του, άρχισε να κάθεται σε μια γωνιά του δρόμου και να επαιτεί.

καλώ

(MX) (σε βοήθεια)

Uno de los alpinistas se había caído y roto la pierna así que su guía radió ayuda.

Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;

(restaurante)

έθιμο του Χαλοουίν

Pedir dulces es lo único que me gusta de la noche de brujas.

ζητάω πολλά;

(καθομιλουμένη)

Querer que vengan a la conferencia es demasiado pedir.

συγγνώμη

κάνω ωτοστόπ

(ES)

Tal vez pueda hacer autoestop hasta el aeropuerto.

παίρνω δάνειο

Pediré un préstamo para pagarme los estudios.

ζητώ συγχώρεση

Sam debería admitir que se comportó mal y pedir perdón.

ικετεύω έλεος

ερωτοτροπώ, φλερτάρω, κορτάρω

ζητώ μια χάρη

¿Te puedo pedir un favor? ¿Me podrías regar las plantas mientras estoy de viaje?
Μπορώ να ζητήσω μια χάρη; Θα μπορούσες να ποτίζεις τον κήπο μου όσο θα λείπω;

παίρνω φαγητό σε πακέτο

ζητάω τον λογαριασμό

(restaurante, bar)

Si nadie quiere tomar postre, llamemos al camarero y pidamos la cuenta.

στρέφομαι σε κπ για βοήθεια

Él nunca le pide ayuda a nadie por orgullo.

αμφισβητώ

(naipes)

κλείνω ραντεβού

Si quieres un examen ocular, debes pedir una cita.

ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ

καλώ κπ/κτ να κάνει ησυχία

ζητώ συγνώμη

(coloquial)

Si hieres los sentimientos de otra persona, deberías pedir disculpas.
Αν πληγώσεις τα αισθήματα κάποιου, πρέπει να ζητήσεις συγνώμη.

κάνω ωτοστόπ

(AmS)

Hoy en día la gente joven no hace dedo como antes.

ζητιανεύω

Se hundió tanto que tuvo que empezar a pedir limosna en la calle.

ρωτώ ξανά, ξαναρωτώ

Vuélveselo a pedir, quizá esta vez acepte.

ικετεύω, παρακαλώ

(figurado)

Susana le pidió a su mamá de rodillas que la dejara ir a la fiesta, pero aun así no la dejó ir.

παραγγέλνω απ'έξω

(Argentina, coloq) (φαγητό)

Estoy demasiado cansada para cocinar, pidamos por teléfono.

φωνάζω τεχνικό/ειδικό για επισκευή

La anciana madre de Paul no se sentía bien así que Paul llamó al doctor.

δέχομαι συμβουλές

κάνω πρόταση γάμου

φωνάζω

(κυριολεκτικά)

παραγγέλνω

(φαγητό, ντελίβερι)

Esta noche no tengo ganas de cocinar así es que vamos a pedir comida china.

προσκαλώ

¿Sabes? Juan me ha pedido para salir, pero no sé si decirle que sí.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Της ζήτησε να βγουν.

ζητώ μια χάρη

(από κάποιον)

κλείνω ραντεβού

(paciente)

ζητώ γονυπετής κτ από κπ

(μεταφορικά)

ξεκινώ

(για συζήτηση, συνέδριο, κλπ)

κάνω ωτοστόπ

(AmS)

Una vez hice dedo por el país durante cinco días.

φωνάζω

El niño llamó a los gritos a su madre cuando ella se fue de la habitación. Ella pidió ayuda a gritos.
Το αγοράκι φώναζε τη μητέρα του, όταν εκείνη βγήκε από το δωμάτιο. Φώναξε για βοήθεια.

ξαναζητώ

παίρνω νομική βοήθεια

No firmes nada sin antes pedir asesoría legal.

ζητώ κτ από κτ

συμβουλεύομαι

κλείνω ραντεβού για κπ

"Te pedí una cita para ver al Dr. Smith este lunes a las 4pm" dijo la recepcionista.

ζητώ μια χάρη

(από κάποιον)

Μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη;

ζητώ βοήθεια

ζητώ συγνώμη για κτ

Mark pidió perdón por el retraso en responder a mi correo electrónico.
Ο Μαρκ απολογήθηκε που καθυστέρησε να απαντήσει στο email μου.

δανείζομαι

Pediré un préstamo para pagar las vacaciones.
Θα δανειστώ χρήματα για να πληρώσω για τις διακοπές.

αρνούμαι

καταλαμβάνω κτ ζητώντας λύτρα

(πλοίο, αεροπλάνο κλπ)

Los piratas pidieron un rescate de millones de dólares por el barco.
Οι πειρατές κατέλαβαν το πλοίο ζητώντας λύτρα εκατομμυρίων δολαρίων.

ζητώ συγγνώμη από κπ που έκανα κτ, ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ που έκανα

(a alguien)

Jane me pidió disculpas por haberme dicho mentirosa.
Η Τζέιν μου ζήτησε συγνώμη που με αποκάλεσε ψεύτη.

κάνω πρόταση γάμου

Robert le compró un anillo a Sophie. Creo que le va a proponer matrimonio.
Ο Ρόμπερτ αγόρασε ένα δαχτυλίδι για τη Σόφι. Νομίζω ότι θα της σκοπεύει να της κάνει πρόταση γάμου.

ζητάω ταυτότητα

(από κάποιον)

El dueño de la licorería siempre me pide la documentación aunque ya sabe que tengo 22.

ζητιανεύω κτ από κπ

El niño pobre pedía comida y dinero a extraños en la calle.
Το φτωχό αγόρι ζητιάνευε φαγητό και λεφτά από ξένους στον δρόμο.

κάνω πρόταση γάμου σε κπ

Me propuso matrimonio a medianoche en la playa.
Μου έκανε πρόταση γάμου τα μεσάνυχτα στην παραλία.

γράφω για να ζητήσω κτ

Creo que mandaré a pedir el nuevo libro que vi en Amazon.
Νομίζω ότι θα ζητήσω γραπτώς εκείνο το καινούριο βιβλίο που είδα στο Άμαζον.

κάνω οτοστόπ

Es mi turno y voy a pedir carta.

κάνω μια ευχή σε κτ

Audrey miró al cielo nocturno y le pidió un deseo a una estrella: que todos sus sueños se hicieran realidad.

ζητάω δανεικά

Ayer me pidió prestadas veinte libras esterlinas.

ζητώ κι άλλο

El público pidió un bis al artista.

υποχρεώνω κπ να κάνει κτ παράνομο

(νομική: ηθική αυτουργία)

El duque había pedido a uno de sus sirvientes que cometiese el crimen.
Ο δούκας πλεύρισε έναν από τους υπηρέτες του, με σκοπό να τον πείσει να διαπράξει την κλοπή.

δανείζομαι

(κάτι από κάποιον)

El adolescente le pidió 20 libras a su madre.

Aprendamos Griego

Entonces, ahora que sabe más sobre el significado de pedir en Griego, puede aprender cómo usarlos a través de ejemplos seleccionados y cómo leerlos. Y recuerda aprender las palabras relacionadas que te sugerimos. Nuestro sitio web se actualiza constantemente con nuevas palabras y nuevos ejemplos para que pueda buscar los significados de otras palabras que no conoce en Griego.

¿Conoces Griego?

El griego es una lengua indoeuropea, hablada en Grecia, el oeste y el noreste de Asia Menor, el sur de Italia, Albania y Chipre. Tiene la historia registrada más larga de todos los idiomas vivos, que abarca 34 siglos. El alfabeto griego es el principal sistema de escritura para escribir griego. El griego ocupa un lugar importante en la historia del mundo occidental y del cristianismo; La literatura griega antigua ha tenido obras extremadamente importantes e influyentes en la literatura occidental, como la Ilíada y la Odýsseia. El griego es también el idioma en el que muchos textos son fundamentales en la ciencia, especialmente la astronomía, las matemáticas y la lógica, y la filosofía occidental, como los de Aristóteles. El Nuevo Testamento en la Biblia fue escrito en griego. Este idioma lo hablan más de 13 millones de personas en Grecia, Chipre, Italia, Albania y Turquía.