What does προηγούμενη in Greek mean?

What is the meaning of the word προηγούμενη in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use προηγούμενη in Greek.

The word προηγούμενη in Greek means ανάμνηση από προηγούμενη ζωή, μεταφορά ζημιών σε προηγούμενη χρήση, προηγούμενη ημέρα, την προηγούμενη φορά, την τελευταία φορά, την προηγούμενη εβδομάδα, την περασμένη εβδομάδα., προειδοποίηση, προηγούμενη ζωή, προηγούμενη ιστορία, προηγούμενος ιδιοκτήτης, προηγούμενη ιδιοκτήτρια, προηγούμενος ιδιοκτήτης, προηγούμενη ιδιοκτήτρια, η προηγούμενη μέρα, την προηγούμενη μέρα, η προπερασμένη εβδομάδα, την προπερασμένη εβδομάδα, προηγούμενη επίδοση, έναντι του περασμένου έτους. To learn more, please see the details below.

Listen to pronunciation

Meaning of the word προηγούμενη

ανάμνηση από προηγούμενη ζωή

(philosophy: past life)

μεταφορά ζημιών σε προηγούμενη χρήση

(business: credit for loss)

προηγούμενη ημέρα

(previous day)

την προηγούμενη φορά, την τελευταία φορά

(on the previous occasion)

Την τελευταία φορά που έφαγα σε φαστφουντάδικο αρρώστησα. Την προηγούμενη φορά που σε είδα, είχες μόλις γυρίσει από την Ιαπωνία.
Last time I ate fast food, I got sick. The last time I saw you, you'd just come back from Japan.

την προηγούμενη εβδομάδα, την περασμένη εβδομάδα.

(during the week before this one)

Παραιτήθηκε απ' τη δουλειά της την προηγούμενη εβδομάδα.
She quit her job last week.

προειδοποίηση

(formal warning)

Jules realized that he needed to take his employer's notice concerning his poor behavior seriously.

προηγούμενη ζωή

(previous incarnation)

προηγούμενη ιστορία

(sb's experience up to now)

Their previous history in the field was a key factor in our decision to hire them.

προηγούμενος ιδιοκτήτης, προηγούμενη ιδιοκτήτρια

(former proprietor or keeper)

The previous owner of my house painted the walls of one bedroom hot pink.

προηγούμενος ιδιοκτήτης, προηγούμενη ιδιοκτήτρια

(person sth belonged to before)

η προηγούμενη μέρα

(a day earlier, the previous day)

την προηγούμενη μέρα

(a day earlier, on the previous day)

η προπερασμένη εβδομάδα

(the week prior to last week)

την προπερασμένη εβδομάδα

(in the week prior to last week)

προηγούμενη επίδοση

(figurative, informal (previous performance)

Αυτός ο υπάλληλος έχει άριστο ιστορικό όσον αφορά την έγκαιρη ολοκλήρωση της δουλειάς του.
This employee has a great track record of finishing work on time.

έναντι του περασμένου έτους

(compared to the previous year) (επίσημο)

Let's learn Greek

So now that you know more about the meaning of προηγούμενη in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.

Do you know about Greek

Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.