What does μιλάνε in Greek mean?
What is the meaning of the word μιλάνε in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use μιλάνε in Greek.
The word μιλάνε in Greek means speak, μιλάω, μιλώ, λέω τη γνώμη μου, επικοινωνώ, μιλάω, μιλάω, μιλώ, κάνω τσατ, τα λέω, μιλάω, μιλάω, διαλέγομαι, συζητώ, συνομιλώ, μιλάω, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλάω, μιλώ, κουβεντιάζω, μιλάω, συζητάω, συζητώ, μιλάω, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλώ, μιλιέμαι, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλάω, μιλάω, λέω, κελαηδάω, απευθύνομαι, προσέχω, μιλάω για όλα, τα λέω όλα, αποκαλύπτω τα πάντα, μιλώ αργά, μιλάω συρτά, διακηρύσσω πόσο καλό είναι κτ, μιλάω άπταιστα, φλυαρώ, μιλάω ακατάπαυστα, μιλώ γρήγορα και μπερδεμένα, μιλάω ασυνάρτητα, κακολογώ, μιλάω με κόσμο, διαφημίζω, προωθώ, μιλάω με στόμφο για κτ, μιλάω δογματικά για κτ, πλατειάζω, περιττολογώ, προκαλώ γδάρσιμο, προκαλώ τρίξιμο, μιλάω βραχνά, εγκωμιάζω, εκθειάζω, μιλάω με πάθος για κτ, μιλάω τη νοηματική, αποκαλώ κύριο, λέω κύριο, μιλάω γρήγορα και μπερδεμένα, μιλάω εκτοξεύοντας σάλια, φτύνω ενώ μιλάω, δεν παίρνω θέση, μιλάω με βροντερή φωνή, ψιθυρίζω. To learn more, please see the details below.
Meaning of the word μιλάνε
speak
|
μιλάω, μιλώ(talk) Ο δάσκαλος απαίτησε από τον μαθητή να μιλήσει. The teacher demanded that the student speak. |
λέω τη γνώμη μου(state one's opinion publicly) Πες τη γνώμη σου εάν σε ανησυχεί αυτό. Speak out if you're concerned about it. |
επικοινωνώ(US, figurative, informal (make contact) Θα επικοινωνήσουμε μόλις ολοκληρώσεις την πρώτη σου εργασία. We'll touch base when you've finished the first task. |
μιλάω(informal (make contact) (καθομ, μεταφορικά: προφορικά) Μιλάμε σύντομα. We'll be in touch soon. |
μιλάω, μιλώ(two or more people) Μιλούσαν πολλές ώρες στο τηλέφωνο. They spoke for many hours on the phone. |
κάνω τσατ(talk online) Οι έφηβοι κάνουν τσατ στους υπολογιστές τους. Teenagers chat on their computers. |
τα λέω(converse playfully, wittily) (καθομιλουμένη) Κουβεντιάσαμε για λίγα λεπτά και μετά είπε γιατί τηλεφώνησε. We bantered for a few minutes before she said why she'd called. |
μιλάω(socialize or mix with) Δε μπορώ να μείνω να σου μιλάω όλο το βράδυ, πρέπει να χαιρετήσω τους καλεσμένους. I can't stay talking to you all evening, I must mingle with the guests. |
μιλάω(informal, figurative (express an opinion) Πάντα μισούσα το να μιλάω στην τάξη και έτσι έπαιρνα κακούς βαθμούς για την συμμετοχή. I always hated to speak up in class, so I got poor grades for oral participation. |
διαλέγομαι, συζητώ, συνομιλώ(converse, talk) Να δείχνεις σεβασμό όταν συνομιλείς με προσωπικό του παλατιού. Be respectful when you discourse with palace staff. |
μιλάω(discuss) (για κάποιν/κάτι) Μιλήσαμε για την ταινία που είχαμε μόλις δει. We talked about the film we had just seen. |
μιλάω, μιλώ(a language) Μιλάς αγγλικά; Do you speak English? |
μιλάω(speak to one another) Χαίρομαι που σε συνάντησα. Μπορούμε να μιλήσουμε; I'm glad I bumped into you; can we talk? |
μιλάω, μιλώ(talking) Gary just started dating someone and won't stop gushing about her. |
κουβεντιάζω, μιλάω, συζητάω, συζητώ(talk, gossip) Τα παιδιά κουβέντιαζαν μεταξύ τους, ενώ οι μεγάλοι προετοίμαζαν το βραδυνό φαγητό. The children chattered among themselves while the adults prepared dinner. |
μιλάω(confess) Τον ανέκρινα αλλά δεν είπε τίποτα. I interrogated him, but he would not tell. |
μιλάω, μιλώ(express oneself) Don't keep your opinion to yourself: speak! |
μιλάω, μιλώ(have the podium) The president is the next person to speak. |
μιλάω, μιλώ(communicate) She really knows how to speak. |
μιλιέμαι(be on good terms) The two brothers are not speaking. |
μιλάω, μιλώ(convey a message) (μεταφορικά) Actions speak louder than words. |
μιλάω(informal (reveal secrets) After four hours of interrogation, the witness finally talked. |
μιλάω(give a lecture) The ambassador is going to talk at the university tonight. |
μιλάω(have power) (μεταφορικά) You know that money talks, don't you? |
λέω(slang (speak) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γιατί φοβάσαι να μου πεις το μυστικό σου; Άντε ρίχτο! I want to hear your opinion. When you're ready, shoot. |
κελαηδάω(slang, figurative (inform: on sb) (μεταφορικά) The informer will likely sing when pressured by the police. |
απευθύνομαι(speak to) (σε κάποιον) Η δασκάλα μίλησε στο εξυπνότερο αγόρι της τάξης. The teacher addressed the cleverest boy in the class. |
προσέχω(greet) (βλέπω ότι είναι εκεί) He didn't even acknowledge me. |
μιλάω για όλα, τα λέω όλα, αποκαλύπτω τα πάντα(figurative (tell your secrets) In the next issue of the gossip magazine, one of the top Hollywood stars will bare all! |
μιλώ αργά, μιλάω συρτά(speak slowly) My grandpa is from the country and drawls when he speaks. |
διακηρύσσω πόσο καλό είναι κτ(figurative (be enthusiastic) Since he read that book he hasn't stopped evangelizing. |
μιλάω άπταιστα(person: in language) Είναι ευφραδής σε τρεις γλώσσες. He is fluent in three languages. |
φλυαρώ, μιλάω ακατάπαυστα(informal (talk a lot) Don't talk to Cindy if you have a lot of work to do; she loves to gab. |
μιλώ γρήγορα και μπερδεμένα, μιλάω ασυνάρτητα(talk nonsense, babble) (έμφαση στον τρόπο έκφραση) The crazed man was gabbling about spaceships and aliens. |
κακολογώ(say bad things about) Mrs. Smith maligned her husband during the divorce. |
μιλάω με κόσμο(socialize, mix with people) (άτομα που ξέρω ή δεν ξέρω) Η Μέλανι δεν ήξερε κανέναν στο πάρτυ και δεν ένιωθε αρκετά θαρραλέα για να κάνει γνωριμίες. Melanie didn't know anyone else at the party and did not feel brave enough to mingle. |
διαφημίζω, προωθώ(slang (advertise, promote) The author appeared on the talk show to plug his latest book. |
μιλάω με στόμφο για κτ, μιλάω δογματικά για κτ(talk pompously about) The lecturer pontificated on the meaning of life. |
πλατειάζω, περιττολογώ(figurative (speak at length) Φοβόμουν ότι θα κοιμηθώ ενώ αυτή πλατείαζε. I was afraid I'd fall asleep while she was rambling. |
προκαλώ γδάρσιμο, προκαλώ τρίξιμο(make scraping sound) (ήχος) The wind made the leaves rasp as they brushed against the window. |
μιλάω βραχνά(figurative (talk hoarsely) Monica lost her voice and rasped for days. |
εγκωμιάζω, εκθειάζω(praise enthusiastically) Οι κριτικοί εγκωμιάζουν (or: εκθειάζουν) τη νέα ταινία. The critics are raving about that new film. |
μιλάω με πάθος για κτ(enthuse at length about sth) (ομιλία) |
μιλάω τη νοηματική(use sign language) She has a sister who is deaf, so she knows how to sign. |
αποκαλώ κύριο, λέω κύριο(use sir with) Μη μου μιλάς στον πληθυντικό! Δεν είμαι και τόσο μεγάλος. Don't sir me! I'm not that old. |
μιλάω γρήγορα και μπερδεμένα(talk incoherently) The old man spluttered about his past, but no one was paying attention. |
μιλάω εκτοξεύοντας σάλια, φτύνω ενώ μιλάω(spray saliva, etc.) The speaker sputtered during his speech, spraying some audience members with saliva. |
δεν παίρνω θέση(US, figurative (be equivocal about) (για κάποιο θέμα) Ο γερουσιαστής δεν πήρε θέση στο ερώτημα. The senator was straddling the question. |
μιλάω με βροντερή φωνή(speak loudly) The priest was thundering from the pulpit. |
ψιθυρίζω(talk softly) Ο καθηγητής μιλούσε σιγά και κανείς δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγε. The professor was whispering and no one could hear what he was saying. |
Let's learn Greek
So now that you know more about the meaning of μιλάνε in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.
Updated words of Greek
Do you know about Greek
Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.