Τι σημαίνει το paesi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης paesi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του paesi στο Ιταλικό.
Η λέξη paesi στο Ιταλικό σημαίνει τοποθεσία, περιοχή, χώρα, χώρα, πατρίδα, χωριό, τόπος κατοικίας, χώρα, κράτος, πόλη, δήμος, γειτονιά, χωριό, σε όλη τη χώρα, δημοκρατία δεν έχουμε;, άι χάσου, ξεκουμπίσου, βάλτο εκεί που ξέρεις, χώστο εκεί που ξέρεις, πατρίδα, νεραϊδότοπος, κόσμος της φαντασίας, υπαίθρια γιορτή, αναπτυσσόμενη χώρα, οικιστική περιοχή, αμιγώς οικιστική περιοχή, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, χώρα καταγωγής, πόλεμος εκτός συνόρων, πόλη σε βουνό, πάτρια εδάφη, διοργανώτρια χώρα, χώρα έκδοσης, αναπτυσσόμενη χώρα, νεφελοκοκκυγία, πεθαίνω για την πατρίδα, φεύγω από τη χώρα/στο εξωτερικό, σε όλη τη χώρα, πατρίδα, χώρα των θαυμάτων, στη χώρα των παραμυθιών, η γη της επαγγελίας, χώρα προέλευσης, καμένο χαρτί, γυρνάω στην πατρίδα μου, γυρνάω στην πατρίδα, δείχνω έλλειψη σεβασμού σε κπ, από το ένα άκρο της χώρας ως το άλλο, γείτονας, παιδική χαρά, χώρα που έχει πληγεί από τον πόλεμο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης paesi
τοποθεσία, περιοχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È un paese meraviglioso. Είναι όμορφη τοποθεσία (or: περιοχή). |
χώρα(popolazione) (σύνολο πολιτών) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mezzo paese sostiene il partito. Η μισή χώρα υποστηρίζει το κόμμα. |
χώρα(nazione) (γεωγραφική περιοχή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I governanti di questo paese lavorano davvero sodo. Οι ηγέτες αυτής της χώρας εργάζονται πολύ σκληρά. |
πατρίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sono orgoglioso della mia patria. Είμαι περήφανη για την πατρίδα μου. |
χωριό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Abitavano in un piccolo paese sulle colline. Ζούσαν σε ένα μικρό χωριό πάνω στους λόφους. |
τόπος κατοικίας(luogo in cui si vive) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
χώρα(nazione) (μτφ: κάτοικοι χώρας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La regina ha irritato tutto il paese con la sua stravaganza. Η βασίλισσα εξόργισε ολόκληρη τη χώρα με τις υπερβολές της. |
κράτος(γεωγραφικά: χώρα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quanti paesi compongono il Nordamerica? Πόσα κράτη υπάρχουν στη Βόρεια Αμερική; |
πόλη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sono cresciuto in una città di circa 10.000 abitanti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Πάφος πριν καμιά εικοσαετία δεν ήταν παρά μια γραφική πολίχνη. |
δήμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sono cresciuta in una piccola cittadina del Kansas. |
γειτονιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Abitiamo a Springfield. È una comunità piacevole. Μένουμε στο Σπρίνγκφιλντ. Είναι μια όμορφη γειτονιά. |
χωριόsostantivo maschile (gente) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tutto il paese (or: villaggio) è uscito per salutarlo al suo ritorno. |
σε όλη τη χώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δημοκρατία δεν έχουμε;(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se voglio mangiare con le mani, lo faccio: siamo in un paese libero! |
άι χάσου, ξεκουμπίσουinteriezione (colloquiale) (αργκό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) "Vai via per favore" è molto più educato di "vai a quel paese!". |
βάλτο εκεί που ξέρεις, χώστο εκεί που ξέρειςinteriezione (colloquiale) (αργκό, υβριστικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πατρίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vivo in America, ma la mia patria è la Spagna. |
νεραϊδότοποςsostantivo maschile (μυθολογία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Gli elfi scomparirono nella notte e non ritornarono più dal paese delle fate. |
κόσμος της φαντασίας
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υπαίθρια γιορτήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ogni anno nel paese c'è una sagra con un mercatino e dei giochi. Κάθε χρόνο το χωριό οργανώνει μια υπαίθρια γιορτή με εμπορικούς πάγκους και παιχνίδια. |
αναπτυσσόμενη χώρα
|
οικιστική περιοχή, αμιγώς οικιστική περιοχή(peggiorativo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo maschile (economia) |
χώρα καταγωγήςsostantivo maschile (άνθρωποι) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Nel modulo c'era un campo con scritto "paese d'origine". |
πόλεμος εκτός συνόρωνsostantivo femminile (σε άλλη χώρα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πόλη σε βουνό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάτρια εδάφηsostantivo maschile (letterario) |
διοργανώτρια χώραsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il Sud Africa è stato quest'anno il paese ospitante dei Mondiali di Calcio. |
χώρα έκδοσηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αναπτυσσόμενη χώραsostantivo maschile |
νεφελοκοκκυγίαsostantivo maschile (figurato: ideale, immaginario) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πεθαίνω για την πατρίδαverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il mio bisnonno morì per la patria nel 1915. Ο προπάππους μου πέθανε για την πατρίδα του το 1915. |
φεύγω από τη χώρα/στο εξωτερικόverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho lasciato il paese cinque anni fa quando mi sono trasferito in Spagna. |
σε όλη τη χώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πατρίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tony è nato in Inghilterra, ma la sua patria è l'Italia. |
χώρα των θαυμάτων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στη χώρα των παραμυθιώνsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Penso che Kevin starebbe più volentieri nel paese delle favole piuttosto che affrontare la realtà. |
η γη της επαγγελίαςsostantivo maschile (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χώρα προέλευσηςsostantivo maschile (προϊόντα) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La frutta fresca ha solitamente un'etichetta che ne dichiara il paese d'origine. |
καμένο χαρτί(specifico) (μεταφορικά: δεν έχει ελπίδα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γυρνάω στην πατρίδα μου, γυρνάω στην πατρίδαverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lisa ha trascorso cinque anni a lavorare oltre oceano e non vedeva l'ora di tornare al suo paese. Η Λίζα πέρασε πέντε χρόνια δουλεύοντας στο εξωτερικό και ανυπομονούσε να γυρίσει στην πατρίδα της. |
δείχνω έλλειψη σεβασμού σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, colloquiale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από το ένα άκρο της χώρας ως το άλλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È partito per la sua avventura attraverso il paese, da Washington a Los Angeles. |
γείτοναςsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il nostro paese si trova in una buona posizione con i nostri amichevoli paesi vicini al nord e al sud. Η χώρα μας έχει καλή σχέση με τις φιλικές γείτονες χώρες στον βορρά και τον νότο. |
παιδική χαράsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Saint Tropez è il paese dei balocchi per i ricchi e i famosi. |
χώρα που έχει πληγεί από τον πόλεμο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του paesi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.