Τι σημαίνει το illaluktande στο Σουηδικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης illaluktande στο Σουηδικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του illaluktande στο Σουηδικό.
Η λέξη illaluktande στο Σουηδικό σημαίνει που βρομάει, δύσοσμος, βρομερός, δύσοσμος, δύσοσμος, με έντονο άρωμα, βρομερός, κάπως, που βρομάει, αρωματικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης illaluktande
που βρομάει
|
δύσοσμος
|
βρομερός(καθομ: για οσμή) |
δύσοσμος
|
δύσοσμος
|
με έντονο άρωμα
|
βρομερός(vardagligt) |
κάπως(καθομιλουμένη, μτφ) Η πίτσα μύριζε κάπως, αφού έμεινε δυο εβδομάδες στο ψυγείο. |
που βρομάει
|
αρωματικός(generell) (θετική έννοια) |
Ας μάθουμε Σουηδικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του illaluktande στο Σουηδικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Σουηδικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Σουηδικό
Γνωρίζετε για το Σουηδικό
Τα σουηδικά (Svenska) είναι μια βορειο-γερμανική γλώσσα, η οποία ομιλείται ως μητρική από 10,5 εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν κυρίως στη Σουηδία και σε μέρη της Φινλανδίας. Οι Σουηδοί ομιλητές μπορούν να κατανοήσουν Νορβηγόφωνους και Δανούς. Τα σουηδικά είναι στενά συνδεδεμένα με τα δανικά και τα νορβηγικά, και συνήθως όποιος καταλαβαίνει ένα από τα δύο μπορεί να καταλάβει σουηδικά.