Τι σημαίνει το identifying στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης identifying στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του identifying στο Αγγλικά.

Η λέξη identifying στο Αγγλικά σημαίνει αναγνωρίζω, αναγνωρίζω, θεωρώ, ταυτίζομαι, ταυτίζομαι με κπ, συμμερίζομαι, ταυτίζω κπ/κτ με κπ/κτ, ταυτίζομαι με κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης identifying

αναγνωρίζω

transitive verb (recognize identity)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The witness identified the criminal.
Ο μάρτυρας αναγνώρισε τον εγκληματία.

αναγνωρίζω, θεωρώ

transitive verb (recognize [sth] exists)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Several people were identified as possible suspects in the robbery.
Αρκετά άτομα θεωρήθηκαν πιθανοί ύποπτοι για τη ληστεία.

ταυτίζομαι

intransitive verb (relate emotionally) (με κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Even though I'm now a manager, I understand the workers' problems; I was one of them once, so I can identify.
Αν και τώρα είμαι μάνατζερ, καταλαβαίνω τα προβλήματα των εργαζομένων. Ήμουν ένας από αυτούς κάποτε και έτσι μπορώ να ταυτιστώ.

ταυτίζομαι με κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (relate to [sb])

I really identify with the characters in the movie.

συμμερίζομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (understand feelings, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anybody who has been through the same experience will be able to identify with Amy's disappointment.

ταυτίζω κπ/κτ με κπ/κτ

(consider related to)

Voters identify the party leader with a new kind of politics.
Οι ψηφοφόροι ταυτίζουν τον αρχηγό του κόμματος με ένα νέο είδος πολιτικής.

ταυτίζομαι με κπ/κτ

verbal expression (associate with [sb], [sth])

The largest group of people that don't identify themselves with a religion is young people.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του identifying στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του identifying

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.