Τι σημαίνει το handled στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης handled στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του handled στο Αγγλικά.

Η λέξη handled στο Αγγλικά σημαίνει λαβή, χερούλι, πόμολο, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, πιάνω, αγγίζω, χειρίζομαι, αντιμετωπίζω, διαχειρίζομαι, εμπορεύομαι, ψευδώνυμο, αποδίδω, καλύπτω, αντιμετωπίζω, κοντάρι, μανιβέλα, πόμολο, γίνομαι θηρίο, γίνομαι έξω φρενών, καταλαβαίνω, Προσοχή Εύθραυστο!, πιάνω κτ προσεκτικά, μεταχειρίζομαι κπ/κτ με το γάντι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης handled

λαβή

noun (tool, object: place to grip)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Grab the axe by the handle and swing.
Πιάσε το τσεκούρι από τη λαβή και περίστρεψέ το.

χερούλι, πόμολο

noun (door) (πόρτα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He turned the handle to open the door.
Γύρισε την μπετούγια (or: πετούγια) για να ανοίξει την πόρτα.

τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα

transitive verb (deal with: physically) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Can you handle all the plates, or should I help you?
Μπορείς να τα καταφέρεις (or: να τα βγάλεις πέρα) με όλα τα πιάτα, ή να σε βοηθήσω;

πιάνω

transitive verb (hold)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't handle that vase. You might drop it.
Μην πιάνεις αυτό το βάζο. Μπορεί να σου πέσει.

αγγίζω

transitive verb (feel, touch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I like to handle a fabric for some time before I buy it.
Μου αρέσει να πιάνω τα υφάσματα για λίγη ώρα πριν τα αγοράσω.

χειρίζομαι

transitive verb (figurative (deal with) (κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She handled all the finances for the family.
Χειρίζεται (or: διαχειρίζεται) όλα τα οικονομικά της οικογένειας.

αντιμετωπίζω, διαχειρίζομαι

transitive verb (cope with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He couldn't handle the emotional effect of his father's death.
Δεν μπορούσε να διαχειριστεί τις συναισθηματικές συνέπειες από τον θάνατο του πατέρα του.

εμπορεύομαι

transitive verb (trade, deal in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This shop only handles designer furniture.
Αυτό το κατάστημα εμπορεύεται μόνο επώνυμα έπιπλα.

ψευδώνυμο

noun (informal (identity, pseudonym)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His short wave radio handle was MadMax.

αποδίδω

intransitive verb (perform in a certain way)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Our new car handles well on these twisty mountain roads.

καλύπτω

transitive verb (cover subject matter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This magazine handles current issues in education.

αντιμετωπίζω

transitive verb (respond to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The politician handled the difficult question by not answering it.

κοντάρι

noun (long stick of a broom) (σκούπας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Attach the broom handle to the broom head.

μανιβέλα

noun (device: operates a mechanism)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πόμολο

noun (knob, etc. for opening a door)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Don't kick the door open - use the door handle!

γίνομαι θηρίο, γίνομαι έξω φρενών

verbal expression (figurative, informal (lose temper)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My dad flew off the handle when I told him I'd crashed the car.

καταλαβαίνω

verbal expression (figurative, informal (understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can't get a handle on this at all. Can you explain it again?

Προσοχή Εύθραυστο!

expression (written (label on fragile package)

Even though 'Handle with Care' was written on the package, it arrived damaged.

πιάνω κτ προσεκτικά

verbal expression (treat carefully)

That's a very old vase; handle it with care.

μεταχειρίζομαι κπ/κτ με το γάντι

verbal expression (figurative (grant special treatment to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He's having a rough day so you'd better handle him with kid gloves.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του handled στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του handled

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.