Τι σημαίνει το echo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης echo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του echo στο ισπανικά.

Η λέξη echo στο ισπανικά σημαίνει ρίχνω, πετάω, πετάω, ρίχνω, ξεβράζω κάτι στην ακτή, ψεκάζω, αναπτύσσω, διώχνω, βάζω, ρίχνω, πετάω, πετώ, απολύω, βάζω, διώχνω, στέλνω, αποπέμπω, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, πετάω, πετώ, ρίχνω κτ σε κτ, παροτρύνω κτ/κπ να επιτεθεί σε κτ/κπ, αμπαρώνω, γίνομαι αστραπή, ρίχνω κπ/κτ έξω από κτ, πετάω κπ/κτ έξω από κτ, μαραίνομαι, ξεσπάω, χέζω, ξεσπάω, γαμιέμαι, ρίχνω μια ματιά, βγάζω δόντια, γαμιέμαι, πηδιέμαι, υπερβάλλω, συμμετέχω, βοηθάω, συνεισφέρω, νοικοκυρεύομαι, αποκαθίσταμαι, τακτοποιούμαι, υποχωρώ, ενδίδω, ξερνάω, πετάγομαι, καταστρέφω, ρίχνω μια γρήγορη ματιά σε κτ, χαλάω, χαλώ, παρενοχλώ, κατηγορώ, κρατάω, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω χάλια, ανθίζω, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, φαλιρίζω, αλατίζω, καρυκεύω, ρίχνω μια ματιά σε κτ, αποδοκιμάζω, καταστρέφω, σπαταλώ, σκορπάω, χαλώ, χαραμίζω, πετάω, χαζεύω, υπονομεύω, γρουσουζεύω, αρωματίζω, πηδάω, γαμάω, συλλαμβάνω, ευθύνη, υπαιτιότητα, μαίνομαι, εξοργίζομαι, αγανακτώ, κλειδώνω, φλερτάρω, μου λείπει, καταστρέφω, τροφοδοτώ, διαλύω, καταστρέφω, μου λείπει, τηλεφωνώ, παραβγαίνω, το κάνω, ρίχνω, ξερνάω, τραβάω κλήρο, βγάζω αφρούς, υποστηρίζω, πετάω, αράζω, κοίτα, δες, θα μου λείψεις, γρήγορη ματιά, παίζω κορώνα - γράμματα, πόδι, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω λάδι στην φωτιά, λέω δύο λογάκια σε κπ, τα λέω ένα χεράκι σε κπ, κλείνω τις πόρτες, σκίζομαι, μου βγαίνει η πίστη, μου βγαίνει το λάδι, ρίχνω μια ματιά, κάνω μάγια, βγάζω δόντια, αφρίζω, ανατρέπω, βοηθώ, συμπαραστέκομαι, συντρέχω, δίνω ένα χέρι, δίνω ένα χεράκι, παίρνω τα παπούτσια στο χέρι, αγκομαχάω, ξεφυσάω, προκαλώ το χάος, φέρνω χάος, ανοίγω τον δρόμο, βγάζω ρίζες, ριζώνω, θέτω εκτός λειτουργίας, απολύω, κλείνω, βάζω λουκέτο σε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης echo

ρίχνω, πετάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Apúrate y tira la pelota!
Βιάσου και ρίξε την μπάλα!

πετάω, ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El personal echó algo de la carga mientras el avión perdía altitud.

ξεβράζω κάτι στην ακτή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψεκάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Liam se echó desodorante en los sobacos.
Ο Λίαμ ψέκασε αποσμητικό στις μασχάλες του.

αναπτύσσω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sin importar qué tan al ras de afeite, la barbilla de George siempre echa pelos para el almuerzo.

διώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los reproches de la esposa sacaron al marido de la casa.

βάζω

(βενζίνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Petra echó gasolina en su tanque.
Η Πέτρα έβαλε πετρέλαιο στο ντεπόζιτο του αυτοκινήτου της.

ρίχνω, πετάω, πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jacob le lanzó la pelota a Pippa.
Ο Τζέικομπ πέταξε την μπάλα στην Πίπα.

απολύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La aerolínea estaba en dificultades y tuvo que despedir a la mitad de sus empleados.

βάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Me puedes verter un vaso de agua, por favor?
Μπορείς να μου βάλεις ένα ποτήρι νερό;

διώχνω, στέλνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jefe despidió a Edward porque siempre llegaba tarde.
Το αφεντικό απέλυσε τον Έντουαρντ επειδή αργούσε συνεχώς.

αποπέμπω

(ES)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo botaron a los dos días por inútil.

ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La chica tiró una cuerda y su novio trepó hasta su habitación.
Το κορίτσι έριξε ένα σκοινί και το αγόρι της σκαρφάλωσε στο δωμάτιό της.

πετάω, ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los niños se salpicaban agua unos a otros.
Τα παιδιά έριχναν νερό το ένα στο άλλο.

πετάω, πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul tiró su mochila en la mesa de la cocina.
Ο Πωλ πέταξε τη σχολική του σάκα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.

ρίχνω κτ σε κτ

El sol proyectaba sus rayos sobre el pequeño patio.

παροτρύνω κτ/κπ να επιτεθεί σε κτ/κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si vas a ese jardín, el dueño va a largarte su perro.

αμπαρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Recuerda cerrar con pestillo la puerta a la noche.
Μην ξεχάσεις να αμπαρώσεις την πόρτα το βράδυ.

γίνομαι αστραπή

(μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
El conejo se fue corriendo cuando escuchó la puerta del auto cerrarse.
Ο λαγός έγινε αστραπή μόλις άκουσε τον ήχο της πόρτας του αυτοκινήτου που έκλεισε.

ρίχνω κπ/κτ έξω από κτ, πετάω κπ/κτ έξω από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los pasajeros del tren no deben tirar basura por la ventana.

μαραίνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El cilantro produce semillas pronto en clima cálido.

ξεσπάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χέζω

(αργκό, προσβλητικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεσπάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γαμιέμαι

(vulgar) (χυδαίο: με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Tenemos tiempo de follar antes de que lleguen?
Έχουμε χρόνο να πηδηχτούμε πριν έρθουν;

ρίχνω μια ματιά

(tienda)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Annie está mirando la sección de ropa. "¿Puedo ayudarte?" "No gracias, sólo estoy mirando".
«Μπορώ να σας βοηθήσω με κάτι;» «Όχι, ευχαριστώ. Απλά χαζεύω.»

βγάζω δόντια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γαμιέμαι, πηδιέμαι

(αργκό, χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υπερβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Joan exageró con la fiesta por el primer cumpleaños de su hija: invitó a todo el vecindario y contrató una compañía de cáterin para el evento.
Η Τζοάν υπερέβαλε με το πρώτο πάρτι γενεθλίων της κόρης της. Προσκάλεσε όλη τη γειτονιά και προσέλαβε εταιρεία τροφοδοσίας.

συμμετέχω, βοηθάω, συνεισφέρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Todos colaboraron para preparar la cena.
Όλοι βοήθησαν να ετοιμαστεί το φαγητό.

νοικοκυρεύομαι, αποκαθίσταμαι, τακτοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Yo quería casarme, pero él no estaba dispuesto a establecerse.
Ήθελα να παντρευτώ αλλά εκείνος δεν ήταν έτοιμος να νοικοκυρευτεί. Ταξιδεύω υπερβολικά πολύ για τη δουλειά μου για να μπορέσω να αποκατασταθώ (or: νοικοκυρευτώ) και να κάνω οικογένεια.

υποχωρώ, ενδίδω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A pesar de la evidencia, él se rehusó a recular.
Παρά τις αποδείξεις αρνήθηκε να ενδώσει (or: να λυγίσει).

ξερνάω

(coloquial) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πετάγομαι

(a casa de alguien) (καθομ, μεταφορικά: κάπου ή σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Μπορείς να πεταχτείς μέχρι του Γιάννη για να παραδώσεις αυτή την κάρτα;

καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arruinó su computadora al derramar café sobre ella.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι επιδημίες ρημάξανε τον τόπο.

ρίχνω μια γρήγορη ματιά σε κτ

(documento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane ojeó el documento en busca de errores.
Η Τζέιν έριξε μια γρήγορη ματιά στο κείμενο για να τσεκάρει εάν έχει λάθη.

χαλάω, χαλώ

(plan)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Le dijiste a Mary que estábamos planeando una fiesta para su cumpleaños? ¡Arruinaste la sorpresa!
Είπες στη Μαίρη ότι σχεδιάζαμε ένα πάρτι για τα γενέθλιά της; Χάλασες την έκπληξη τώρα!

παρενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατηγορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pienses o no que yo cometí el delito, no me puedes culpar sin pruebas.
Είτε θεωρείς πως διέπραξα το έγκλημα είτε όχι, δεν μπορείς να με κατηγορείς χωρίς αποδείξεις.

κρατάω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todavía me achacan los errores que cometí en el pasado.
Ακόμα με έχουν άχτι για τα λάθη που έκανα στο παρελθόν.

τα κάνω μαντάρα, τα κάνω χάλια

Nathan arruinó sus notas cuando se olvidó la tarea. El tipo nuevo arruinó su proyecto, tendré que hacerlo de nuevo.

ανθίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los narcisos normalmente brotan en febrero.
Ο ασφόδελος ανθίζει συνήθως το Φεβρουάριο.

ρίχνω μια γρήγορη ματιά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cierra los ojos, cuenta hasta diez mientras me escondo, ¡y no espíes!

φαλιρίζω

(negocios) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La compañía fracasó por la recesión.
Η εταιρεία φαλίρισε λόγω της ύφεσης.

αλατίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él saló su bistec.
Έβαλε αλάτι στην μπριζόλα του.

καρυκεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen sazonó el plato con pimientos y cilantro molido.
Η Κάρεν καρύκευσε το φαγητό με πιπεριές και τριμμένο κόλιανδρο.

ρίχνω μια ματιά σε κτ

(horizonte) (στα γρήγορα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alison oteó el auditorio por si encontraba a su amigo allí.
Η Άλισον έριξε μια ματιά στο αμφιθέατρο προσπαθώντας να δει εάν ο φίλος της ήταν εκεί.

αποδοκιμάζω

(δεν εγκρίνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después del divorcio de sus padres, Alberto reprochó a su padre.

καταστρέφω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sus críticas destrozaron su frágil autoestima.
Τα καυστικά του σχόλια ρήμαξαν την ευαίσθητη αυτοπεποίθησή της.

σπαταλώ, σκορπάω, χαλώ, χαραμίζω, πετάω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sería una lástima que desperdicies tu talento sin hacer nada con él.
Θα ήταν κρίμα να χαραμίσεις το ταλέντο σου με το να μην το αξιοποιήσεις.

χαζεύω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sara se pasó la tarde mirando las tiendas locales.
Η Σάρα πέρασε το απόγευμά της χαζεύοντας στα καταστήματα της περιοχής.

υπονομεύω

(επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arruinó su propio argumento al admitir que con frecuencia hacia lo contrario.
Έκανε κακό στη θέση του όταν παραδέχτηκε ότι συχνά κάνει το αντίθετο.

γρουσουζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ian gafó el partido de críquet cuando dijo que no iba a llover.

αρωματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lauren perfuma su papel de cartas.

πηδάω, γαμάω

(coloquial) (καθομιλουμένη, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julie enfureció cuando se enteró de que su marido se había estado tirando a alguien más.

συλλαμβάνω

(informal, atrapar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los secuestradores pillaron a la víctima mientras se metía en su auto.

ευθύνη, υπαιτιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La culpa del accidente aéreo recayó sobre el piloto.
Η ευθύνη για το αεροπορικό δυστύχημα αποδόθηκε στον πιλότο.

μαίνομαι, εξοργίζομαι, αγανακτώ

(θυμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El director entró a clase enfurecido.

κλειδώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quien salga el último, que se acuerde de cerrar.
Ο τελευταίος που θα φύγει θα πρέπει να κλειδώσει.

φλερτάρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Henry no está siendo amigable, definitivamente está coqueteando.

μου λείπει

(AmL)

Los niños extrañan a su padre cuando está en viajes de negocios.
Τα παιδιά αποζητούν τον πατέρα τους όταν είναι μακριά για δουλειές.

καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella arruinó su carrera política cuando reveló su aventura amorosa.
Η γυναίκα κατέστρεψε την καριέρα του πολιτικού όταν μίλησε για τη σχέση τους.

τροφοδοτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los problemas financieros alimentaron la pelea entre Mary y Kyle.
Τα οικονομικά προβλήματα πυροδότησαν τον καυγά ανάμεσα στην Μαίρη και τον Κάιλ.

διαλύω, καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El abuso que recibió de niño arruinó el resto de su vida.
Η κακοποίηση που υπέστη ως νεαρό αγόρι του σημάδεψε το υπόλοιπο της ζωής του.

μου λείπει

(AmL)

Extraño las montañas de mi tierra.
Μου λείπουν τα βουνά της πατρίδας.

τηλεφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se anima a los radioescuchas a que llamen para hacer comentarios.
Οι ακροατές του ραδιοφώνου παροτρύνονται να τηλεφωνήσουν για να κάνουν σχόλια.

παραβγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A los hermanos les gustaba correr.
Στα αδέρφια άρεσε να παραβγαίνουν στο τρέξιμο.

το κάνω

(vulgar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jack y yo pasamos toda la noche follando en vez de ir a la fiesta.
Με τον Τζακ το κάναμε όλο το βράδυ αντί να πάμε στο πάρτυ.

ρίχνω

(ζάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es tu turno para lanzar. Aquí están los dados.

ξερνάω

(ES, coloquial) (καθομ: άκομψο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Este queso me da ganas de potar.

τραβάω κλήρο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sortearemos quién va en cada equipo sacando el nombre de un sombrero.

βγάζω αφρούς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me parece que este caballo está enfermo; le babea mucho la boca.

υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las fanáticos apoyan al equipo con entusiasmo.

πετάω

(χάνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apuesto a que arruinará esta oportunidad tal como lo hizo la última vez.

αράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El capitán ancló el barco cerca de la orilla.
Το πλοίο αγκυροβόλησε κοντά στην ακτή.

κοίτα, δες

locución verbal (ES)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Échale un vistazo, tío! Ese coche es muy chulo.
Για κοίτα, φίλε! Αυτό το αυτοκίνητο είναι τέλειο!

θα μου λείψεις

(ES)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Adiós, hijo. Te voy a echar de menos.

γρήγορη ματιά

locución verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Le podrías echar un ojo al caso y explicar lo que está sucediendo?

παίζω κορώνα - γράμματα

locución verbal (MX)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Antes de casi todos los partidos, se echa un volado entre los dos equipos.

πόδι

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lo echaron porque siempre llegaba tarde a la oficina.
Πήρε πόδι γιατί όλο αργούσε στη δουλειά.

ρίχνω μια ματιά

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Están filmando una película de Hollywood en el centro. Vamos a echar un vistazo.

ρίχνω λάδι στην φωτιά

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Y tú cállate, no digas nada más; bastante mal están las cosas para que vengas, encima, a echar leña al fuego.

λέω δύο λογάκια σε κπ, τα λέω ένα χεράκι σε κπ

locución verbal (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si el jefe se entera me va a echar la bronca a mí

κλείνω τις πόρτες

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No aprobó el examen de ingreso y con eso cerró la puerta de convertirse en abogado.
Απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις και έτσι έκλεισαν οι πόρτες τις νομικής για αυτόν.

σκίζομαι, μου βγαίνει η πίστη, μου βγαίνει το λάδι

locución verbal (ES, coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No te eches el resto tratando de ordenar este lugar antes del mediodía.
Μη σκιστείς να καθαρίσεις τον χώρο μέχρι το μεσημεριανό.

ρίχνω μια ματιά

locución verbal (coloquial) (σε κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω μάγια

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La bruja le echó una maldición y el niño travieso ya nunca volvió a tirar del rabo a los gatos.

βγάζω δόντια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi hijo está cortando los dientes.

αφρίζω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si un perro está echando espuma por la boca, puede tener rabia.

ανατρέπω

locución verbal (planes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El aguacero nos echó a perder la ida a la playa.

βοηθώ, συμπαραστέκομαι, συντρέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω ένα χέρι, δίνω ένα χεράκι

locución verbal (σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Necesitaba ayuda para cargar el ropero y el vecino me echó una mano.
Χρειαζόμουν βοήθεια για να μεταφέρω την ντουλάπα και ο γείτονας με βοήθησε.

παίρνω τα παπούτσια στο χέρι

(coloquial) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por el mal desempeño de la compañía, pusieron de patitas en la calle a varios de los gerentes generales.

αγκομαχάω, ξεφυσάω

locución verbal (ES: coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Echaba el hígado por la boca después de la larga carrera.

προκαλώ το χάος, φέρνω χάος

locución verbal (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El paro de trenes está echando a perder mis planes de viaje.

ανοίγω τον δρόμο

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Echaron a andar las máquinas de la nueva tienda de yogurt helado regalando muestras todo el día.

βγάζω ρίζες, ριζώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de andar deambulando por años, finalmente nos establecimos en esta área.
Μετά από χρόνια περιπλάνησης τελικά ριζώσαμε σε αυτήν την περιοχή.

θέτω εκτός λειτουργίας

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una medusa quedo atrapada en las mangueras y echó a perder la bomba.
Πιάστηκαν τσούχτρες στον αγωγό και έθεσαν την αντλία εκτός λειτουργίας.

απολύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω, βάζω λουκέτο σε

locución verbal (επιχειρήσεις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tuvimos que echar el cierre por falta de ventas.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του echo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.