Τι σημαίνει το be anxious στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης be anxious στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του be anxious στο Αγγλικά.
Η λέξη be anxious στο Αγγλικά σημαίνει είμαι, είμαι, είμαι, είμαι, βρίσκομαι, είμαι, είμαι, είμαι, -, -, -, κάνω, πηγαίνω, βρίσκομαι, να είσαι, να είστε, είμαι, είναι, κάνει, πτυχίο μηχανικού, είμαι εδώ, είμαι παρών, είμαι πιο μπροστά, έρχομαι, έχω επιστρέψει, είμαι πίσω, αισθάνομαι αγχωμένος για κτ, ανυπομονώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης be anxious
είμαιintransitive verb (nature) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) My mother is short. Η μητέρα μου είναι κοντή. |
είμαιintransitive verb (state) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Barry is ill. // Audrey is hungry. // Tania is right. Ο Μπάρι είναι άρρωστος. |
είμαιintransitive verb (exist) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) There is a woman of 101 in the house opposite. Στο απέναντι σπίτι είναι μια γυναίκα 101 ετών. |
είμαι, βρίσκομαιintransitive verb (be located) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The butter is on the table. Το βούτυρο είναι (or: βρίσκεται) πάνω στο τραπέζι. |
είμαιintransitive verb (event: occur) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) The play is at eight o'clock. Το έργο είναι στις οχτώ. |
είμαιintransitive verb (equates two noun phrases) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) She is a police officer. Είναι αστυνομικός. |
είμαιintransitive verb (condition: age) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Robert is ten years old. Ο Ρόμπερτ είναι δέκα χρονών. |
-auxiliary verb (with present participle: continuous) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Teresa is eating her dinner at the moment. Αυτή τη στιγμή, η Τερέζα τρώει το βραδινό της. |
-auxiliary verb (with present participle: future) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) We are playing tennis this weekend. Θα παίξουμε τένις το σαββατοκύριακο. |
-auxiliary verb (with past participle: passive) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) My wallet was stolen yesterday. Το πορτοφόλι μου εκλάπη χθες. |
κάνωintransitive verb (cost) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It is seven dollars. Κάνει εφτά δολάρια. |
πηγαίνω, βρίσκομαιintransitive verb (have been: go, gone) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I have been to Rome. Έχω πάει (or: βρεθεί) στη Ρώμη. |
να είσαι, να είστεintransitive verb (imperative) (προστακτική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Be quiet! Be reasonable! |
είμαιintransitive verb (feel) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) I'm dizzy after that rollercoaster ride. |
είναιintransitive verb (time) (γ' πρόσωπο: η ώρα) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) It's half past eight. |
κάνειintransitive verb (weather) (π.χ. κρύο, ζέστη) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) It's cold today; you'll need your hat and gloves. |
πτυχίο μηχανικούnoun (initialism (degree: Bachelor of Engineering) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
είμαι εδώ, είμαι παρώνphrasal verb, intransitive (informal (be present, in the vicinity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Not many people are about today. |
είμαι πιο μπροστάphrasal verb, intransitive (figurative (have an advantage) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Compared to the UK, Sweden is ahead in terms of employment security. |
έρχομαιphrasal verb, intransitive (informal (arrive) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έχω επιστρέψει, είμαι πίσωphrasal verb, intransitive (have returned) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'm back from camp, did you miss me? |
αισθάνομαι αγχωμένος για κτverbal expression (be nervous about [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Claire is anxious about her appointment with the dentist tomorrow. |
ανυπομονώverbal expression (be eager) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The avid fans were anxious to meet their favorite author. Οι φανατικοί θαυμαστές ανυπομονούσαν να συναντήσουν τον αγαπημένο τους συγγραφέα. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του be anxious στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του be anxious
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.