Τι σημαίνει το a purta στο Ρουμάνος;
Ποια είναι η σημασία της λέξης a purta στο Ρουμάνος; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του a purta στο Ρουμάνος.
Η λέξη a purta στο Ρουμάνος σημαίνει ντυμένος, φοράω, φορώ, κουβαλάω, κουβαλώ, φορώ, φοράω, φορώ, κουβαλάω, κουβαλώ, φοράω, φορώ, τρέφω, έχω μαζί μου, φοράω, φοράω, φοράω, κουβαλάω, κουβαλώ, φοράω, φορώ, κρατάω, κουβαλάω, τα σπάω με κτ, ντύνω, φέρω, παρασέρνω, παρασύρω, έχω, φέρνω, μεταφέρω, φέρνω, φέρω, αναλαμβάνω, λαμβάνω, φοράω, φορώ, μεταφέρω, ντύνω, τρέφω, φοράω μάσκα, είμαι οπλισμένος, οπλοφορώ, συνεχίζω την συζήτηση, συνεχίζω την κουβέντα, κρατάω κακία, κρατάω, κρατάω κακία, φορώ αξεσουάρ, βάζω αξεσουάρ, διεξάγω συνομιλίες, συζητώ, συνδιαλέγομαι, εκτιμώ, σέβομαι, φθονώ, φέρω το όνομα, πολεμώ, φοράω σορτσάκι, φοράω μάσκα, κρατάω κακία σε κπ, φθονώ, φθονώ, φθονώ, φθονώ, κάνω σταυροφορία, τσακώνομαι, παίρνω μέρος, χαρίζω, οπλίζω, εκνευρίζω, πειράζω, οπλίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης a purta
ντυμένος
Motocicliștii purtau pantaloni de piele negri. |
φοράω, φορώ(îmbrăcăminte) William poartă cravată. Όλοι φοράνε τζιν στις μέρες μας. |
κουβαλάω, κουβαλώ
|
φορώ(îmbrăcăminte) |
φοράω, φορώ
Ce să port astăzi? Τι να βάλω σήμερα; |
κουβαλάω, κουβαλώ
|
φοράω, φορώ
Soțul și soția poartă verighete. Οι σύζυγοι φοράνε βέρες. |
τρέφω(συναίσθημα) Îi port toată admirația președintelui, însă nu sunt de acord cu decizia pe care a luat-o miercuri. ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Νομίζω πως τρέφεις ένα κρυφό πάθος για την ξαδέλφη μου. |
έχω μαζί μου
El poartă mereu un cuțit pentru protecție. Πάντα Έχει πάντα μαζί του ένα μαχαίρι για προστασία. |
φοράω
Η Αμάντα φορούσε ένα φανελάκι με το σλόγκαν "Είμαι με τον Ηλίθιο!" |
φοράω(număr la încălțăminte) Port numărul șase la cizme și numărul cinci la pantofi. |
φοράω(număr la haine) Ce număr porți? |
κουβαλάω, κουβαλώ
|
φοράω, φορώ
|
κρατάω, κουβαλάω
|
τα σπάω με κτ(αργκό) |
ντύνω(κάποιον με κάτι) |
φέρω
|
παρασέρνω, παρασύρω
|
έχω
|
φέρνω
Αν με πας σπίτι μετά, θα φέρω το αυτοκίνητο στο σπίτι σου. |
μεταφέρω, φέρνω(miros, sunet) |
φέρω, αναλαμβάνω, λαμβάνω
Îmi asum răspunderea pentru deciziile mele. |
φοράω, φορώ
|
μεταφέρω
Linia de asamblare transporta piesele către următoarea stație de lucru. Η γραμμή συναρμολογήσεως μετέφερε τα εξαρτήματα στην επόμενη θέση. |
ντύνω(κάποιον) |
τρέφω
|
φοράω μάσκα
|
είμαι οπλισμένος, οπλοφορώ
|
συνεχίζω την συζήτηση, συνεχίζω την κουβέντα
|
κρατάω κακία
|
κρατάω(κάτι σε κάποιν) Τον προσέβαλε πριν χρόνια αλλά ακόμα της το κρατάει μανιάτικο. |
κρατάω κακία
|
φορώ αξεσουάρ, βάζω αξεσουάρ
|
διεξάγω συνομιλίες
|
συζητώ
|
συνδιαλέγομαι
|
εκτιμώ, σέβομαι
Toți îl respectau pentru că muncea din greu. ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Ως επίδοξος συγγραφέας εκτιμώ (or: σέβομαι) τους συγγραφείς, των οποίων τα έργα έχουν εκδοθεί. |
φθονώ(με μια δόση ζήλιας) ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Η Μέρι απεχθάνεται τον πρώην άντρα της. |
φέρω το όνομα
|
πολεμώ
|
φοράω σορτσάκι
|
φοράω μάσκα(μεταφορικά) |
κρατάω κακία σε κπ
|
φθονώ(κάποιον για κάτι) Fratele meu, a cărui afacere nu a mers, chiar îmi poartă pică pentru succesul meu. Jamie îi purta pică prietenei ei celei mai bune pentru fiecare întâlnire la care s-a dus, iar ea a trebuit să petreacă seara singură. Ο αδελφός μου, η εταιρεία του οποίου χρεοκώπησε, με φθονεί πραγματικά για την επιτυχία μου. Η Τζέιμι φθονούσε την καλύτερή της φίλη κάθε φορά που εκείνη έβγαινε ραντεβού ενώ η ίδια έπρεπε να περάσει το βράδυ μόνη της. |
φθονώ(με μια δόση ζήλιας) Η Μάργκαρετ αγανακτεί για τον εθισμό του γιου της στα ναρκωτικά. |
φθονώ(με μια δόση ζήλιας) Μας φθονούσαν επειδή είχαμε καλύτερες θέσεις από αυτούς. |
φθονώ(με μια δόση ζήλιας) Φθονώ τα τέλεια μαλλιά και τη μικρή μυτούλα της Μισέλ. |
κάνω σταυροφορία
|
τσακώνομαι
Οι δυο καθηγητές τσακώνονταν επί χρόνια για αυτό το ζήτημα. |
παίρνω μέρος(σε κάτι) |
χαρίζω(τη νίκη σε κάποιον) Vedeta jocului a purtat echipa pe culmile succesului. Ο διάσημος παίκτης οδήγησε την ομάδα του στη νίκη. |
οπλίζω(κάποιον) Se vedea că polițistul e înarmat. |
εκνευρίζω, πειράζω
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Φυσικά και δεν είσαι απαίσιο άτομο. Ο Νηλ απλά το είπε για να σε εκνευρίσει γιατί ξέρει πως όλοι σε πάνε περισσότερο από εκείνον. |
οπλίζω(κάποιον με κάτι) |
Ας μάθουμε Ρουμάνος
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του a purta στο Ρουμάνος, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ρουμάνος.
Ενημερωμένες λέξεις του Ρουμάνος
Γνωρίζετε για το Ρουμάνος
Τα ρουμανικά είναι μια γλώσσα που ομιλείται από 24 έως 28 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως στη Ρουμανία και τη Μολδαβία. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Ρουμανία, τη Μολδαβία και την Αυτόνομη Επαρχία της Βοϊβοντίνα της Σερβίας. Υπάρχουν επίσης ρουμανόφωνοι σε πολλές άλλες χώρες, ιδίως στην Ιταλία, την Ισπανία, το Ισραήλ, την Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Γαλλία και τη Γερμανία.